μυλών: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλών''': -ῶνος, ὁ, τὸ [[οἴκημα]] ἐν ᾧ ὁ [[μύλος]] ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. [[καταβάλλω]], Λατ. detrudere in pistrinum, [[καταδικάζω]] [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· [[οὕτως]], εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. [[εἶναι]] Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7. | |lstext='''μῠλών''': -ῶνος, ὁ, τὸ [[οἴκημα]] ἐν ᾧ ὁ [[μύλος]] ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. [[καταβάλλω]], Λατ. detrudere in pistrinum, [[καταδικάζω]] [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· [[οὕτως]], εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. [[εἶναι]] Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A mill-house, Th.6.22, Inscr.Délos445.22 (ii B.C.); εἰς μ. καταβαλεῖν to condemn [a slave] to work the mill, E.Cyc.240; εἰς μ. ἐμπεσεῖν Lys.1.18; ἐν τῷ μ. εἶναι D.45.33, cf. Din.1.23; μ. καὶ πέδαι Men.Her.3; ἄξιοι δεσμωτηρίου καὶ μυλῶνος Ph.1.623; Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους painted mills, Arist.Rh.1411a24. (Sts. parox. in codd., as Arist. l. c., Ph. l. c., Luc.Vit.Auct.27, Poll.7.19, but cf. Hdn. Gr.1.30.)
German (Pape)
[Seite 217] ῶνος, ὁ (S. Emp. adv. astrol. 94 steht εἰς μύλωνας gegen Arcad. 12, 25), der Ort, wo die Mühle ist, das Mühlenhaus, Din. 1, 23; σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς μέρος ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, Thuc. 6, 22; εἰς μυλῶνα ἐμπεσεῖν, Lys. 1, 18; καταβάλλειν εἰς μυλῶνα, in die Mühle schicken und dort arbeiten lassen, gewöhnliche Strafe der Sklaven, Sp., wie Luc. Vit. Auct. 27; nach Arist. rhet. 3, 10 nannte ein Redner die Trieren ποικίλους μυλῶνας.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλών: -ῶνος, ὁ, τὸ οἴκημα ἐν ᾧ ὁ μύλος ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. καταβάλλω, Λατ. detrudere in pistrinum, καταδικάζω [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· οὕτως, εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. εἶναι Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
moulin.
Étymologie: μύλη.