Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μωραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(ls test)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι [[μωρός]], [[ἀνόητος]], Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς [[μωρός]], [[ἀνοηταίνω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν [[μωραίνω]], [[κάμνω]] μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· [[οὐδείς]]... [[ταῦτα]] μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., [[κάμνω]] τι [[μωρόν]], ἀποδεικνύω τι [[μωρόν]], οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μωρός]], φάσκοντες [[εἶναι]] σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, [[γίνομαι]] ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.
|lstext='''μωραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι [[μωρός]], [[ἀνόητος]], Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς [[μωρός]], [[ἀνοηταίνω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν [[μωραίνω]], [[κάμνω]] μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· [[οὐδείς]]... [[ταῦτα]] μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., [[κάμνω]] τι [[μωρόν]], ἀποδεικνύω τι [[μωρόν]], οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μωρός]], φάσκοντες [[εἶναι]] σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, [[γίνομαι]] ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μωρανῶ, <i>ao.</i> ἐμώρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐμωράνθην, <i>pf.</i> μεμώραμαι;<br />être hébété, être sot, être fou, agir <i>ou</i> parler follement ; [[πεῖραν]] μ. ESCHL tenter follement une entreprise.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωραίνω Medium diacritics: μωραίνω Low diacritics: μωραίνω Capitals: ΜΩΡΑΙΝΩ
Transliteration A: mōraínō Transliteration B: mōrainō Transliteration C: moraino Beta Code: mwrai/nw

English (LSJ)

fut. -

   A ᾰνῶ E.Med.614: aor. ἐμώρᾱνα A.Pers.719 (troch.): —Pass., v. infr. 11: (μῶρος):—to be silly, foolish, drivel, E. l.c., X. Mem.1.1.11, Phld.Mus.p.103K., Luc.Nav.45, etc.; play the fool, Arist.EN1148b2: c. acc. cogn., πεῖραν μ. make a mad attempt, A. l.c.; οὐδεὶς . . ταῦτα μωραίνει indulges in these follies, E.Fr.282.22: euphem. of illicit love, γυναῖκα μωραίνουσαν Id.Andr.674.    II causal, make foolish, convict of folly, ἡ βουλὴ αὐτῶν μωρανθήσεται LXX Is.19.11; ἐμωράνθην σφόδρα ib.2 Ki.24.10, cf. 1 Ep.Cor.1.20:—Pass., to become foolish, be stupefied, [αἶγες] ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωραμμέναι Arist. HA610b30 (sed cf. μωρόομαι); to become insipid, ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ Ev.Matt.5.13.

German (Pape)

[Seite 226] ein Thor sein, einfältig, dumm handeln od. reden; πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν, er machte einen thörichten, tollen Versuch, Aesch. Pers. 705; μωρανεῖς, Eur. Med. 614; häufiger in späterer Prosa, Luc. Mort. D. 2, 1. 13, 3; Plut.; auch im med., im N. T., wo es auch aktivisch gebraucht ist, unschmackhaft, fade machen; u. pass., ἐμωράνθην, Matth. 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μωραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι μωρός, ἀνόητος, Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς μωρός, ἀνοηταίνω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν μωραίνω, κάμνω μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· οὐδείς... ταῦτα μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., κάμνω τι μωρόν, ἀποδεικνύω τι μωρόν, οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., γίνομαι μωρός, φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, γίνομαι ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.

French (Bailly abrégé)

f. μωρανῶ, ao. ἐμώρανα;
Pass. ao. ἐμωράνθην, pf. μεμώραμαι;
être hébété, être sot, être fou, agir ou parler follement ; πεῖραν μ. ESCHL tenter follement une entreprise.
Étymologie: μωρός.