προσαγωγός: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαγωγός''': -όν, ὡς τὸ [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], [[θελκτικός]], [[πειστικός]], Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ [[μετὰ]] γεν., διεγείρων, [[διεγερτικός]], πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28. | |lstext='''προσαγωγός''': -όν, ὡς τὸ [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], [[θελκτικός]], [[πειστικός]], Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ [[μετὰ]] γεν., διεγείρων, [[διεγερτικός]], πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui amène à, inf. ; <i>abs.</i> persuasif;<br /><i>Cp.</i> προσαγωγότερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A attractive, persuasive, τῇ ἀκροάσει Th.1.21 (Comp.); τὸ αὑτοῦ π. Pl.Def.415a; προσαγωγὸν μειδιᾶν Luc.DDeor.20.11: c. gen., exciting, π. ἐπιθυμιῶν αἰσχρῶν τέχναι D.H.2.28. II Subst., = προσαγωγεύς 11, prob. in Anon.Hist. (FGrH153) p.825J.
German (Pape)
[Seite 747] zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον ξυνέθεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προσάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.
Greek (Liddell-Scott)
προσαγωγός: -όν, ὡς τὸ ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, θελκτικός, πειστικός, Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ μετὰ γεν., διεγείρων, διεγερτικός, πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui amène à, inf. ; abs. persuasif;
Cp. προσαγωγότερος.
Étymologie: προσάγω.