ὀχετηγός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχετηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων [[ὕδωρ]] δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., [[πνεῦμα]] ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· [[οὕτως]] ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων [[αὐτόθι]] 362, 5, πρβλ. 5. 285· [[ἔρως]] ὀχ. ἀνίης [[αὐτόθι]] 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
|lstext='''ὀχετηγός''': -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων [[ὕδωρ]] δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., [[πνεῦμα]] ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· [[οὕτως]] ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων [[αὐτόθι]] 362, 5, πρβλ. 5. 285· [[ἔρως]] ὀχ. ἀνίης [[αὐτόθι]] 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχετός]], [[ἄγω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχετηγός Medium diacritics: ὀχετηγός Low diacritics: οχετηγός Capitals: ΟΧΕΤΗΓΟΣ
Transliteration A: ochetēgós Transliteration B: ochetēgos Transliteration C: ochetigos Beta Code: o)xethgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)

   A conducting or drawing off water by a ditch or conduit, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ὀ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Il.21.257: metaph., πνεῦμα ὀ., of the flute, AP9.505.6; ἑῶν ὀ. ἐρώτων, of the Alpheus, ib.362.5, cf. 5.284 (Agath.); ἔρως ὀ. ἀνίης ib.228 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 429] einen Graben, Kanal zum Leiten des Wassers ziehend, ἀνήρ, Il. 21, 257, sp. D., Maneth. 6, 422; auch übertr., πνεῦμα ὀχετηγόν, von der Flöte, Ep. ad. (IX, 3, 505, 5); ἑῶν ὀχετηγὸς ἐρώτων, vom Flußgott, Symm. her. 21 (IX, 362); vgl. Agath. 6 (V, 285).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχετηγός: -όν, (ἄγω) ὁ διοχετεύων ὕδωρ δι’ αὔλακος ἢ ὀχετοῦ, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ὀχ. ἀπὸ κρήνης μελανύδρου ἂμ φυτὰ καὶ κήπους ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύῃ Ἰλ. Φ. 257· μεταφορ., πνεῦμα ὀχετ., ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 505, 6· οὕτως ὁ Ἀλφειὸς λέγεται: ἑῶν ὀχετ. ἐρώτων αὐτόθι 362, 5, πρβλ. 5. 285· ἔρως ὀχ. ἀνίης αὐτόθι 5. 229· νοῦ, ὀχετηγὲ θεῶν, ὁδηγέ, ἀρχηγέ, Συνεσ. Ὕμν. 3. 168.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène par un conduit, qui fait dériver par un canal.
Étymologie: ὀχετός, ἄγω.