ὀξυόεις: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξυόεις''': εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. [[μελιτόεις]], [[λωτόεις]])· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ [[μετάλμενος]] ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = [[ὀξύϊνος]] (ἐκ τοῦ [[ὀξύα]]), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.
|lstext='''ὀξυόεις''': εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. [[μελιτόεις]], [[λωτόεις]])· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ [[μετάλμενος]] ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = [[ὀξύϊνος]] (ἐκ τοῦ [[ὀξύα]]), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu [[[ὀξύς]]] ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre [[[ὀξύα]]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 353] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von ἔγχος, bes. Il., δόρυ 14, 443; gew. von ὀξύα abgeleitet, = ὀξύϊνος, aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = ὀξύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυόεις: εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. μελιτόεις, λωτόεις)· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = ὀξύϊνος (ἐκ τοῦ ὀξύα), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aigu, pointu [[[ὀξύς]]] ; ou plutôt en bois de hêtre [[[ὀξύα]]].