ξύλινος: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύλινος''': -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23˙ - ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, [[ἄγριος]] καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. [[ξύλινος]], «ξυλένιος», [[νοῦς]] Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3. | |lstext='''ξύλινος''': -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23˙ - ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, [[ἄγριος]] καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. [[ξύλινος]], «ξυλένιος», [[νοῦς]] Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de bois;<br /><b>2</b> qui vient sur du bois, <i>càd</i> sur un arbre : ξυλίνη [[κύων]] PLUT églantier, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of wood, wooden, τεῖχος Pi.P.3.38 ; δόμος, οἰκίαι, B.3.49, Hdt.4.108, etc. ; ὁ ξ. καρπός produce of trees, i. e. fruit, wine, or oil, opp. ξηρός (q.v.), Pl.Criti. 115b, cf. OGI55.13 (Telmessus, iii B. C.), Str.15.1.20 : pl., ξ. καρποί, opp. σιτικοί, Id.5.4.2, cf. D.S.3.63, Ath.3.78d ; opp. ὁ Δημήτριος, IG22.2492.19 ; ξύλιναι ὦναι, opp. σιτηραί, SIG2554.17 (Magn. Mae., ii B. C.) ; τομὰ ἁ ξυλίνα cutting of timber, IG42(1).76.9 (Epid., ii B. C.). 2 metaph., wooden, νοῦς AP11.275 (Apollon. Gramm.), cf. 255 (Pall.). 3 ξύλινον, τό, writing-tablet, ξ. πύξινον PGrenf. 1.14.12 (ii B. C.). II of cotton, LXX Si.22.16, Plin.HN 19.14.
German (Pape)
[Seite 281] von Holz, hölzern; τεῖχος, Pind. P. 3, 38; λόχος, Her. 6, 57, im Orak., τεῖχος, 7, 141, πόλις, οἰκίαι, 4, 108; σκεύη, Plat. Theaet. 146 e; Xen. u. Sp.; – καρποὶ ξύλινοι, Baumfrüchte, Ath. III, 78 d; – λίνα, Baumwolle, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξύλινος: -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23˙ - ὁ ἐκ ξύλου, ξύλινος, Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ καρπὸς δένδρου, ἄγριος καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. ξύλινος, «ξυλένιος», νοῦς Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
1 de bois;
2 qui vient sur du bois, càd sur un arbre : ξυλίνη κύων PLUT églantier, plante.
Étymologie: ξύλον.