πολυγηθής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
|lstext='''πολυγηθής''': Δωρ. -γᾱθής, ές, ([[γηθέω]]) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, [[φαιδρός]], Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· [[Διώνυσος]] Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande joie.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[γηθέω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγηθής Medium diacritics: πολυγηθής Low diacritics: πολυγηθής Capitals: ΠΟΛΥΓΗΘΗΣ
Transliteration A: polygēthḗs Transliteration B: polygēthēs Transliteration C: polygithis Beta Code: polughqh/s

English (LSJ)

Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω)

   A much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.

German (Pape)

[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.