πολυγαθής
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
πολυγαθές, Dor. for πολυγηθής.
German (Pape)
[Seite 660] ές, dor. = πολυγηθής, w. m. s.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυγᾱθής Dor. voor πολυγηθής.
Russian (Dvoretsky)
πολυγᾱθής: дор. = πολυγηθής.
English (Slater)
πολῠγᾱθής giving much joy (Ἥραν) τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες (v.l. -γαθέος) (P. 2.28) τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. Διώνυσος πολυγαθὴς fr. 153.
Greek Monolingual
-ές, Α
(δωρ. τ.) βλ. πολυγηθής.
Greek Monotonic
πολυγᾱθής: Δωρ. αντί πολυ-γηθής.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγᾱθής: Δωρ. ἀντὶ πολυγηθής.
Middle Liddell
πολυ-γᾱθής, ές [doric for πολυγηθής.]