ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβαλλόντως''': ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερβαλλόντως]], [[λίαν]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
|lstext='''ὑπερβαλλόντως''': ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερβαλλόντως]], [[λίαν]]». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d’une manière excessive <i>ou</i> extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβαλλόντως Medium diacritics: ὑπερβαλλόντως Low diacritics: υπερβαλλόντως Capitals: ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperballóntōs Transliteration B: hyperballontōs Transliteration C: ypervallontos Beta Code: u(perballo/ntws

English (LSJ)

v. sq. A. 11.5.

German (Pape)

[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.