ὀμφάλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφάλιος''': «[[εἶδος]] σύκου, ἰσχάδος» Φώτ.<br />α, ον, ὁ ἔχων ὀμφαλόν, κόσμημά τι στρογγύλον, ὀμφ. σάκεος [[τρύφος]] Ἀνθ. Π. 6. 84.
|lstext='''ὀμφάλιος''': «[[εἶδος]] σύκου, ἰσχάδος» Φώτ.<br />α, ον, ὁ ἔχων ὀμφαλόν, κόσμημά τι στρογγύλον, ὀμφ. σάκεος [[τρύφος]] Ἀνθ. Π. 6. 84.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ombiliqué, arrondi <i>ou</i> bombé.<br />'''Étymologie:''' [[ὀμφαλός]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλιος Medium diacritics: ὀμφάλιος Low diacritics: ομφάλιος Capitals: ΟΜΦΑΛΙΟΣ
Transliteration A: omphálios Transliteration B: omphalios Transliteration C: omfalios Beta Code: o)mfa/lios

English (LSJ)

α, ον,

   A having a boss, bossy, ὀ. σάκεος τρύφος AP6.84 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 343] ον, den Nabel betreffend, nabelrund, όμ φάλιον σάκεος τρύφος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφάλιος: «εἶδος σύκου, ἰσχάδος» Φώτ.
α, ον, ὁ ἔχων ὀμφαλόν, κόσμημά τι στρογγύλον, ὀμφ. σάκεος τρύφος Ἀνθ. Π. 6. 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombiliqué, arrondi ou bombé.
Étymologie: ὀμφαλός.