ὀδούς: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. dens, dent-is, Λιθ. dant-is, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], δαίνυμαι).
|lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. dens, dent-is, Λιθ. dant-is, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], δαίνυμαι).
}}
{{bailly
|btext=ὀδόντος (ὁ) :<br />dent.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐδ, manger.
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδούς Medium diacritics: ὀδούς Low diacritics: οδούς Capitals: ΟΔΟΥΣ
Transliteration A: odoús Transliteration B: odous Transliteration C: odoys Beta Code: o)dou/s

English (LSJ)

όντος, ὁ, nom.

   A ὀδούς Arist.EN1161b23, LXX 1 Ki.14.4, Luc. Musc.Enc.3, Paus.5.12.2, Philostr.VA2.13, Ach.Tat.7.4; Ion. ὀδών Hdt.6.107 (bis), Hp.Epid.4.19,52, cf. Hdn.Gr.2.928 :—tooth, Il.5.74, al. ; ἕρκος ὀδόντων, v. ἕρκος ; πρίειν ὀδόντας, v. πρίω ; ὀ. ὀξεῖς incisors, opp. πλατεῖς, molars, Arist.PA661b8, al.    2 metaph., γλυκὺς ὀ. ὁ τοῦ πόθου Luc.Am.3 ; ὁ τῆς λύπης ὀ. the tooth of grief, Ach.Tat. l.c.    II anything pointed or sharp, tooth, prong, spike, etc., Nic. Th.85 : pl., teeth of a saw, Arist.Ph.200b6 ; of a comb, Antyll. ap. Orib.10.16.2 ; of a cog-wheel, Hero Spir.2.36, Theo. Sm.p.180 H. ; ploughshare, LXX 1 Ki.13.21 ; ὀ. πέτρας peak, pike, ib.14.4, Ps.77.30.    III second vertebra of the neck or its apophysis (the odontoid process), so called from its shape, Hp.Epid.2.2.24, cf. Poll.2.131, Gal.UP12.7 (but the first vertebra acc. to Hp. ap. Ruf.Onom.154). (Old pres. part. of 1.-E. ed- (alternating with od- (cf. Arm. utem 'I eat') and d-), the root of ἔδω, ἔδ-μεναι, Lat. edo, etc. : cf. Skt. acc. dántam 'tooth', Lat. dens, Goth. tunpus, etc. : Aeol. ἔδοντες Procl. in Cra.p.39 P., etc.)

German (Pape)

[Seite 294] όντος, ὁ, ion. ὀδών (dens, vgl. ἔδω), – 1) der Zahn, von Menschen u. Thieren; θήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie πάταγος ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. καναχή 19, 365; Hes. (über ἕρκος ὀδόντων s. ἕρκος); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Uebertr., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδούς: ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ ἕρκος ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. ἕρκος˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. πρίω˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, ἡ δάκνουσα λύπη, Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» πρᾶγμα, ὀβελός, κέντρον, κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς μέρος ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ δεύτερος σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. dens, dent-is, Λιθ. dant-is, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― καθόλου ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις τύπος ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ παρατήρησις ὅτι τὸ ὀ- συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν γράμμα ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, δαίω, δαίνυμαι).

French (Bailly abrégé)

ὀδόντος (ὁ) :
dent.
Étymologie: R. Ἐδ, manger.