ὁμαυλία: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμαυλία''': ἡ, [[συνοίκησις]], [[ὁμοκοιτία]], συζύγους θ’ ὁμαυλίας, συζυγίας γαμικάς, ἑνώσεις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599. | |lstext='''ὁμαυλία''': ἡ, [[συνοίκησις]], [[ὁμοκοιτία]], συζύγους θ’ ὁμαυλίας, συζυγίας γαμικάς, ἑνώσεις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’habiter ensemble, d’avoir commerce avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμαυλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a dwelling together, σύζυγοι ὁ. wedded unions, A.Ch.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, das Zusammenwohnen, -liegen, der Beischlaf, Aesch. Ch. 591, Schol. ὁμοκοιτία.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαυλία: ἡ, συνοίκησις, ὁμοκοιτία, συζύγους θ’ ὁμαυλίας, συζυγίας γαμικάς, ἑνώσεις διὰ γάμου, Αἰσχύλ. Χο. 599.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d’habiter ensemble, d’avoir commerce avec.
Étymologie: ὅμαυλος.