παρόρειος: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρόρειος''': -ον, ([[ὄρος]]) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ [[τύπος]] παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις ([[οἷον]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ [[παρώρεια]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712. | |lstext='''παρόρειος''': -ον, ([[ὄρος]]) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ [[τύπος]] παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις ([[οἷον]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ [[παρώρεια]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[παρώρειος]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ὄρος)
A near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7 :—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.
German (Pape)
[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.