περιμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιμαίνομαι''': Παθ., [[μαίνομαι]] [[περί]] τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, [[ἄλσος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., εἶμαι [[μανιώδης]] διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.
|lstext='''περιμαίνομαι''': Παθ., [[μαίνομαι]] [[περί]] τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, [[ἄλσος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., εἶμαι [[μανιώδης]] διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> errer, l’esprit égaré, autour de <i>ou</i> à travers, acc.;<br /><b>2</b> être passionné pour, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[μαίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμαίνομαι Medium diacritics: περιμαίνομαι Low diacritics: περιμαίνομαι Capitals: ΠΕΡΙΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: perimaínomai Transliteration B: perimainomai Transliteration C: perimainomai Beta Code: perimai/nomai

English (LSJ)

   A rage round about, rush furiously about, ἄλσος Hes. Sc.99.    II to be madly in love with, τινα Ael.Ep.7 : c. dat. rei, to be mad for, χρυσῷ Naumach. ap. Stob.4.23.7 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 582] umherrasen, ἄλσος, im Hain herumrasen, Hes. sc. 99; – τινί, leidenschaftliches Verlangen wonach haben, χρυσῷ, Naumach. 57.

Greek (Liddell-Scott)

περιμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι περί τι, φέρομαι μανιωδῶς περὶ τι, ἄλσος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 99. ΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι μανιώδης διά τι, μὴ σύ ποτε περιμαίνεο χρυσῷ Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 439. 10.

French (Bailly abrégé)

1 errer, l’esprit égaré, autour de ou à travers, acc.;
2 être passionné pour, τινι.
Étymologie: περί, μαίνομαι.