3,251,386
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαυρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ [[εἶδος]] αἰχμῆς εἰς τὸ [[κάτω]] [[ἄκρον]] τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[οὐρίαχος]], [[στύραξ]]. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ [[τύπος]] σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι [[σαῦρος]] ἐσήμαινεν [[ὡσαύτως]] [[σαυρωτήρ]]. | |lstext='''σαυρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ [[εἶδος]] αἰχμῆς εἰς τὸ [[κάτω]] [[ἄκρον]] τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[οὐρίαχος]], [[στύραξ]]. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ [[τύπος]] σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι [[σαῦρος]] ἐσήμαινεν [[ὡσαύτως]] [[σαυρωτήρ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σαύρα]]. | |||
}} | }} |