σαυρωτήρ: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαυρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ [[εἶδος]] αἰχμῆς εἰς τὸ [[κάτω]] [[ἄκρον]] τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[οὐρίαχος]], [[στύραξ]]. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ [[τύπος]] σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι [[σαῦρος]] ἐσήμαινεν [[ὡσαύτως]] [[σαυρωτήρ]].
|lstext='''σαυρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ [[εἶδος]] αἰχμῆς εἰς τὸ [[κάτω]] [[ἄκρον]] τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ [[ἔδαφος]], [[οὐρίαχος]], [[στύραξ]]. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ [[τύπος]] σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι [[σαῦρος]] ἐσήμαινεν [[ὡσαύτως]] [[σαυρωτήρ]].
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σαύρα]].
}}
}}