ὑποβλητέος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποβλητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ ὑποβάλλῃ, ὑποβλητέα ἂν εἴη τῷ φυτῷ γῆ Ξεν. Οἰκ. 19. 9. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ὑποβάλλῃ, νὰ θέσῃ [[ὑποκάτω]], ὑποβλητέον ἑκάστῳ πίθῳ ἄμμον Γεωπον. 6. 2, 4. 2)πρέπει τις νὰ καταθέσῃ τὰ θεμέλιά τινος, μετ’ αἰτ. πράγμ., Διονυσ. Ἁλ. Τέχν. Ρημ. 4. | |lstext='''ὑποβλητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ ὑποβάλλῃ, ὑποβλητέα ἂν εἴη τῷ φυτῷ γῆ Ξεν. Οἰκ. 19. 9. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ὑποβάλλῃ, νὰ θέσῃ [[ὑποκάτω]], ὑποβλητέον ἑκάστῳ πίθῳ ἄμμον Γεωπον. 6. 2, 4. 2)πρέπει τις νὰ καταθέσῃ τὰ θεμέλιά τινος, μετ’ αἰτ. πράγμ., Διονυσ. Ἁλ. Τέχν. Ρημ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὑποβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be put under, γῆ φυτῷ ὑ. X.Oec.19.9. II ὑποβλητέον one must put under, πίθῳ ἄμμον Gp.6.2.4, cf. Sor.2.46, Aët.7.26; one must cause to lie in the bath, Herod.Med. ap. Orib.10.37.14. 2 one must lay the foundation of, λόγον D.H.Rh.7.4.
German (Pape)
[Seite 1211] adj. verb. zu ὑποβάλλω, unterzulegen, Xen. oec. 19, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβλητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ ὑποβάλλῃ, ὑποβλητέα ἂν εἴη τῷ φυτῷ γῆ Ξεν. Οἰκ. 19. 9. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ὑποβάλλῃ, νὰ θέσῃ ὑποκάτω, ὑποβλητέον ἑκάστῳ πίθῳ ἄμμον Γεωπον. 6. 2, 4. 2)πρέπει τις νὰ καταθέσῃ τὰ θεμέλιά τινος, μετ’ αἰτ. πράγμ., Διονυσ. Ἁλ. Τέχν. Ρημ. 4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὑποβάλλω.