πιστικός: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιστικός''': (Α), ή, όν, ([[πίνω]]) [[ὑγρός]], ῥευστός, [[νάρδος]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. [[πιστός]] (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ [[πίστις]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]], [[ἄμικτος]]. | |lstext='''πιστικός''': (Α), ή, όν, ([[πίνω]]) [[ὑγρός]], ῥευστός, [[νάρδος]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. [[πιστός]] (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ [[πίστις]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]], [[ἄμικτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />fidèle.<br />'''Étymologie:''' [[πιστός]]¹.<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />potable ; liquide.<br />'''Étymologie:''' [[πιστός]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ή, όν, (πίνω)
A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)
A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9. 2 late spelling of πειστικός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.
Greek (Liddell-Scott)
πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².