πέλωρ: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέλωρ''': τό, μέγα τι καὶ ὑπερφυές, [[τέρας]], Ἐπικ. [[ὄνομα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἐπὶ ἐμψύχων, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ., ὡς ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, [[πέλωρ]] ἀθεμίστια εἰδὼς Ὀδ. Ι. 428· αὐτὴ δ’ [[αὖτε]] π. κακόν, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 87· ἐπὶ τοῦ δράκοντος Πύθωνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ· 374· ἐπὶ Δέλφῖνος, π. μέγα τε δεινόν τε [[αὐτόθι]] 401· ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, π. αἰητὸν ἀνέστη χωλεύων ([[ἔνθα]] τὸ π. [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ παράθεσιν προσδιορ. τοῦ [[Ἥφαιστος]]) Ἰλ. Σ. 410· πρβλ. [[πέλωρον]]. | |lstext='''πέλωρ''': τό, μέγα τι καὶ ὑπερφυές, [[τέρας]], Ἐπικ. [[ὄνομα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἐπὶ ἐμψύχων, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ., ὡς ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, [[πέλωρ]] ἀθεμίστια εἰδὼς Ὀδ. Ι. 428· αὐτὴ δ’ [[αὖτε]] π. κακόν, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 87· ἐπὶ τοῦ δράκοντος Πύθωνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ· 374· ἐπὶ Δέλφῖνος, π. μέγα τε δεινόν τε [[αὐτόθι]] 401· ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, π. αἰητὸν ἀνέστη χωλεύων ([[ἔνθα]] τὸ π. [[δέον]] νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ παράθεσιν προσδιορ. τοῦ [[Ἥφαιστος]]) Ἰλ. Σ. 410· πρβλ. [[πέλωρον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc. sg.</i><br />être prodigieux, prodige, monstre.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[τέρας]], de *kweror. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A portent, prodigy, monster, Ep. Noun, only nom. and acc., in early writers always of living beings, mostly in bad sense, as of the Cyclops, π. ἀθεμίστια εἰδώς Od.9.428 ; αὐτὴ δ' αὖτε π. κακόν, of Scylla, 12.87 ; of the serpent Python, h.Ap. 374 ; of a dolphin, π. μέγα τε δεινόν τε ib.401 ; even of Hephaestus, π. αἴητον ἀνέστη χωλεύων Il.18.410 ; later, of things, εὐρυτενὴς ὠγκοῦτο π. μίτος Nonn. D. 24.257.—Cf. πέλωρος.
German (Pape)
[Seite 552] τό (πέλω? vgl. πελώριος), nur im nom. u. accus. sing. gebräuchlich, Ungeheuer, Ungethüm, von allem ungewöhnlich Großen, bes. lebenden Wesen, gew. im schlimmen Sinne; vom Kyklopen, Od. 9, 428; von der Skylla, 12, 87; vom Drachen Python, H. h. Apoll. 374; aber auch bloß zur Bezeichnung der Größe, von einem Delphin, H. h. Ap. 401; vom Hephästus, Il. 18, 410; sp. D., γαίης εἶναι ἔϊκτο πέλωρ τέκος Ap. Rh. 2, 39.
Greek (Liddell-Scott)
πέλωρ: τό, μέγα τι καὶ ὑπερφυές, τέρας, Ἐπικ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἐπὶ ἐμψύχων, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ., ὡς ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, πέλωρ ἀθεμίστια εἰδὼς Ὀδ. Ι. 428· αὐτὴ δ’ αὖτε π. κακόν, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 87· ἐπὶ τοῦ δράκοντος Πύθωνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπολλ· 374· ἐπὶ Δέλφῖνος, π. μέγα τε δεινόν τε αὐτόθι 401· ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου, π. αἰητὸν ἀνέστη χωλεύων (ἔνθα τὸ π. δέον νὰ θεωρηθῇ ὡς κατὰ παράθεσιν προσδιορ. τοῦ Ἥφαιστος) Ἰλ. Σ. 410· πρβλ. πέλωρον.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
être prodigieux, prodige, monstre.
Étymologie: DELG apparenté à τέρας, de *kweror.