πολεμιστής: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολεμιστής''': καὶ Ἐπικ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· ([[πολεμίζω]])· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. [[ἵππος]], πολεμικὸς [[ἵππος]], ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., [[εἶναι]] πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, [[διότι]] ὑπῆρχε τιοοῦτον [[ἀγώνισμα]], Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104. | |lstext='''πολεμιστής''': καὶ Ἐπικ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· ([[πολεμίζω]])· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. [[ἵππος]], πολεμικὸς [[ἵππος]], ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., [[εἶναι]] πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, [[διότι]] ὑπῆρχε τιοοῦτον [[ἀγώνισμα]], Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de guerre;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολεμιστής]], guerrier combattant.<br />'''Étymologie:''' [[πολεμίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Ep. πτολ- Il.22.132:—
A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283. II π. ἵππος war-horse, charger, D.S.2.41 (pl.), Str.15.1.29, Plu.Fab.20; ἵπποι π. are prob. racehorses trapped as chargers, Theoc.15.51, cf. IG22.2316.29, SIG697 H3 (Delph., ii B.C.), Phot. s.v.
German (Pape)
[Seite 654] ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμιστής: καὶ Ἐπικ. (χάριν τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· (πολεμίζω)· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. ἵππος, πολεμικὸς ἵππος, ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., εἶναι πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, διότι ὑπῆρχε τιοοῦτον ἀγώνισμα, Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
1 adj. m. de guerre;
2 subst. ὁ πολεμιστής, guerrier combattant.
Étymologie: πολεμίζω.