προσαπολαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαπολαμβάνω''': [[ἀπολαμβάνω]], [[λαμβάνω]] [[προσέτι]], Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-. | |lstext='''προσαπολαμβάνω''': [[ἀπολαμβάνω]], [[λαμβάνω]] [[προσέτι]], Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=recevoir en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπολαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A catch, take up as well, Hp.Art.11. II receive besides, dub. in Jul.Or.7.228b.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω, λαμβάνω προσέτι, Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-.
French (Bailly abrégé)
recevoir en outre.
Étymologie: πρός, ἀπολαμβάνω.