σεμνόω: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεμνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, [[μεγαλύνω]], τιμῶ, κοσμῶ, [[ἐκθειάζω]], τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, [[ὑπερηφανεύομαι]], Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2. | |lstext='''σεμνόω''': μέλλ. -ώσω, [[κάμνω]] τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, [[μεγαλύνω]], τιμῶ, κοσμῶ, [[ἐκθειάζω]], τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, [[ὑπερηφανεύομαι]], Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />rendre imposant ; orner, embellir.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A make solemn or grand, exalt, magnify, τὰ περὶ Κῦρον Hdt. 1.95; ἄλλως αὐτὰ σ. Id.3.16:—Med., hold the head high, give oneself airs, dub. cj. in Call.Com.12.
German (Pape)
[Seite 872] ehrwürdig machen, bes. in der Erzählung, Etwas erhabener, wichtiger machen, als es wirklich ist, ausschmücken, übertreiben, Her. 1, 95. 3, 16.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, μεγαλύνω, τιμῶ, κοσμῶ, ἐκθειάζω, τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ὑπερηφανεύομαι, Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre imposant ; orner, embellir.
Étymologie: σεμνός.