σημείωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σημείωσις''': -εως, ἡ, τὸ σημειοῦν, [[σημείωμα]], ὡς καὶ νῦν, [[δήλωσις]], Πλούτ. 2. 961C. 2) τὸ σφραγίζειν, [[ὅθεν]], ἐσφραγισμένον ἔγγραφον, [[διάταγμα]], Βυζ. ΙΙ. τὸ παρατηρεῖν τὰ συμπτώματα, Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. τὸ σημειοῦν ἐν τοῖς περιθωρίοις τὰ παράλληλα χωρία, κτλ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεις, [[αὐτόθι]] 5.19. IV. ὁρατὸν [[σημεῖον]], [[οἷον]] [[σημαία]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΘ΄, 6).
|lstext='''σημείωσις''': -εως, ἡ, τὸ σημειοῦν, [[σημείωμα]], ὡς καὶ νῦν, [[δήλωσις]], Πλούτ. 2. 961C. 2) τὸ σφραγίζειν, [[ὅθεν]], ἐσφραγισμένον ἔγγραφον, [[διάταγμα]], Βυζ. ΙΙ. τὸ παρατηρεῖν τὰ συμπτώματα, Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. τὸ σημειοῦν ἐν τοῖς περιθωρίοις τὰ παράλληλα χωρία, κτλ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεις, [[αὐτόθι]] 5.19. IV. ὁρατὸν [[σημεῖον]], [[οἷον]] [[σημαία]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΘ΄, 6).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />désignation, indication.<br />'''Étymologie:''' [[σημειόω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημείωσις Medium diacritics: σημείωσις Low diacritics: σημείωσις Capitals: ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: sēmeíōsis Transliteration B: sēmeiōsis Transliteration C: simeiosis Beta Code: shmei/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A indication, notice, Plu.2.961c.    II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς σ. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς σ. ib.31.    2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος σ. Paul.Aeg.6.77.    III visible sign or token, as a banner, LXX Ps. 59(60).6.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, das Zeichen, Bezeichnen, S. Emp. adv. log. 2, 269; bes. Bemerkung, Anmerkung, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σημείωσις: -εως, ἡ, τὸ σημειοῦν, σημείωμα, ὡς καὶ νῦν, δήλωσις, Πλούτ. 2. 961C. 2) τὸ σφραγίζειν, ὅθεν, ἐσφραγισμένον ἔγγραφον, διάταγμα, Βυζ. ΙΙ. τὸ παρατηρεῖν τὰ συμπτώματα, Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. τὸ σημειοῦν ἐν τοῖς περιθωρίοις τὰ παράλληλα χωρία, κτλ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεις, αὐτόθι 5.19. IV. ὁρατὸν σημεῖον, οἷον σημαία, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΘ΄, 6).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
désignation, indication.
Étymologie: σημειόω.