σπουδαστός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ [[μετὰ]] σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ [[μετὰ]] ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4. | |lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ [[μετὰ]] σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ [[μετὰ]] ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />digne d’être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.