στέγος: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέγος''': -εος, τό, = τῷ Ὁμηρ. [[τέγος]], [[κυρίως]] [[στέγη]], «σκεπή», Διόδ. 19. 7, 45, [[Πολυδ]]. Α΄, 81. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ [[στέγη]], [[οἰκία]], [[οἴκημα]], [[μέγαρον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 141, Ἀγ. 310, Σοφ. Αἴ. 307, κτλ. ΙΙΙ δέξαι με' ἐς τὸ σὸν στ., δηλ. εἰς τὴν κάλπην τὴν περιέχουσαν τὴν τέφραν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1165· [[οὕτως]] ἐπὶ τάφου, Λυκόφρ. 1098. IV. = [[τέγος]], [[πορνεῖον]], [[χαμαιτυπεῖον]], στεγέεσσι Μανέθων 2. 430, πρβλ. 6. 533 - Ποιητ. [[ὄνομα]] ἐν χρήσει μόνον κατ'ὀνομαστ. ἑνικ., πλὴν παρὰ Μανέθ. | |lstext='''στέγος''': -εος, τό, = τῷ Ὁμηρ. [[τέγος]], [[κυρίως]] [[στέγη]], «σκεπή», Διόδ. 19. 7, 45, [[Πολυδ]]. Α΄, 81. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ [[στέγη]], [[οἰκία]], [[οἴκημα]], [[μέγαρον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 141, Ἀγ. 310, Σοφ. Αἴ. 307, κτλ. ΙΙΙ δέξαι με' ἐς τὸ σὸν στ., δηλ. εἰς τὴν κάλπην τὴν περιέχουσαν τὴν τέφραν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1165· [[οὕτως]] ἐπὶ τάφου, Λυκόφρ. 1098. IV. = [[τέγος]], [[πορνεῖον]], [[χαμαιτυπεῖον]], στεγέεσσι Μανέθων 2. 430, πρβλ. 6. 533 - Ποιητ. [[ὄνομα]] ἐν χρήσει μόνον κατ'ὀνομαστ. ἑνικ., πλὴν παρὰ Μανέθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> toit;<br /><b>2</b> abri, demeure, maison;<br /><b>3</b> urne funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[στέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,= τέγος, prop.
A roof, LXX Ep.Je.10 (v.l. τέγους), D.S. 19.45, IG5(1).1114.14 (Geronthrae), Poll.1.81, Lib.Or.11.162, and so perh. in E.IT48; ἐπὶ τὸ αὐτὸ σ. ἐλθεῖν 'under the same roof', SIG 1179.20 (Cnidus). II mostly, like στέγη, house, mansion, A.Pers. 141 (anap.), Ag.310, S.Aj.307, etc.; prob. in OGI619.5 (Syria, iv A.D.). III δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν σ., i.e. into the urn containing his ashes, S.El.1165; grave, Lyc.1098. IV brothel, στεγέεσσι Man. 2.430, cf. 6.533.
German (Pape)
[Seite 932] τό, = τέγος, Dach, Haus; Aesch. Ag. 301 Pers. 137; Soph. Ai. 300; auch von den Todtenurnen, El. 1156; Eur. I. T. 48 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
στέγος: -εος, τό, = τῷ Ὁμηρ. τέγος, κυρίως στέγη, «σκεπή», Διόδ. 19. 7, 45, Πολυδ. Α΄, 81. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ στέγη, οἰκία, οἴκημα, μέγαρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 141, Ἀγ. 310, Σοφ. Αἴ. 307, κτλ. ΙΙΙ δέξαι με' ἐς τὸ σὸν στ., δηλ. εἰς τὴν κάλπην τὴν περιέχουσαν τὴν τέφραν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1165· οὕτως ἐπὶ τάφου, Λυκόφρ. 1098. IV. = τέγος, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, στεγέεσσι Μανέθων 2. 430, πρβλ. 6. 533 - Ποιητ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ'ὀνομαστ. ἑνικ., πλὴν παρὰ Μανέθ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit;
2 abri, demeure, maison;
3 urne funéraire.
Étymologie: στέγω.