σιτοφύλακες: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτοφύλᾰκες''': οἱ, Ἀθηναῖοι ὑπάλληλοι κατ’ ἀρχὰς [[τρεῖς]], ἀλλὰ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] [[πέντε]] κατὰ τὸ ἄστυ καὶ [[πέντε]] ἐν Πειραιεῖ, καταγράφοντες πᾶσαν εἰσαγωγὴν σίτου καὶ ἐπιβλέποντες τὴν πώλησιν τοῦ σίτου, ἀλεύρου καὶ ἄρτου, [[ὥστε]] νὰ γίνηται αὕτη κατὰ τὰ [[νόμιμα]] μέτρα, Λυσ. 165. 35, Δημ. 467. 5, Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, ἴδε 396˙ πρβλ. Böckh P. E. 1, σ. 113. ΙΙ. ὅμοιοι ὑπάλληλοι ἐν Ταυρομενίῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 Ι. 28, ΙΙ, 26, κ. ἀλλ. ([[ἔνθα]] γίνεται [[χρῆσις]] τῆς κατὰ μεταπλασμ. δοτ. σιτοφυλάκοις), ἴδε Franz σ. 643. | |lstext='''σῑτοφύλᾰκες''': οἱ, Ἀθηναῖοι ὑπάλληλοι κατ’ ἀρχὰς [[τρεῖς]], ἀλλὰ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] [[πέντε]] κατὰ τὸ ἄστυ καὶ [[πέντε]] ἐν Πειραιεῖ, καταγράφοντες πᾶσαν εἰσαγωγὴν σίτου καὶ ἐπιβλέποντες τὴν πώλησιν τοῦ σίτου, ἀλεύρου καὶ ἄρτου, [[ὥστε]] νὰ γίνηται αὕτη κατὰ τὰ [[νόμιμα]] μέτρα, Λυσ. 165. 35, Δημ. 467. 5, Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, ἴδε 396˙ πρβλ. Böckh P. E. 1, σ. 113. ΙΙ. ὅμοιοι ὑπάλληλοι ἐν Ταυρομενίῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 Ι. 28, ΙΙ, 26, κ. ἀλλ. ([[ἔνθα]] γίνεται [[χρῆσις]] τῆς κατὰ μεταπλασμ. δοτ. σιτοφυλάκοις), ἴδε Franz σ. 643. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άκων ([[οἱ]]) :<br />« gardiens du blé », magistrats athéniens et siciliens chargés de surveiller la vente du blé, d’inspecter les marchés de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[φύλαξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
οἱ,
A corn-inspectors, Athenian officers who registered imports of corn, and superintended the sale of corn, flour, and bread, Lys.22.16, D.20.32, Arist.Ath.51.3. II similar officers at Tauromenium, IG14.423 i 25, al. (in metaplast. dat. σιτοφυλάκοις).
German (Pape)
[Seite 886] obrigkeitliche Personen in Athen, anfangs drei, dann zehn in der Stadt u. fünf im Peiräeus, die das eingeführte Getreide aufzeichneten und die Aufsicht über Korn, Mehl, Brot hatten, daß es uach gesetzlichem Maaß und Gewicht verkauft werde, Böckh Staatshaush. I p. 70; Lys. 22, 16, Dem. 20, 32, Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοφύλᾰκες: οἱ, Ἀθηναῖοι ὑπάλληλοι κατ’ ἀρχὰς τρεῖς, ἀλλὰ μετὰ ταῦτα πέντε κατὰ τὸ ἄστυ καὶ πέντε ἐν Πειραιεῖ, καταγράφοντες πᾶσαν εἰσαγωγὴν σίτου καὶ ἐπιβλέποντες τὴν πώλησιν τοῦ σίτου, ἀλεύρου καὶ ἄρτου, ὥστε νὰ γίνηται αὕτη κατὰ τὰ νόμιμα μέτρα, Λυσ. 165. 35, Δημ. 467. 5, Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, ἴδε 396˙ πρβλ. Böckh P. E. 1, σ. 113. ΙΙ. ὅμοιοι ὑπάλληλοι ἐν Ταυρομενίῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 Ι. 28, ΙΙ, 26, κ. ἀλλ. (ἔνθα γίνεται χρῆσις τῆς κατὰ μεταπλασμ. δοτ. σιτοφυλάκοις), ἴδε Franz σ. 643.
French (Bailly abrégé)
άκων (οἱ) :
« gardiens du blé », magistrats athéniens et siciliens chargés de surveiller la vente du blé, d’inspecter les marchés de blé.
Étymologie: σῖτος, φύλαξ.