ψώρα: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψώρα''': Ἰων. ψώρη, ἡ, (ψάω, ψώω) ὡς καὶ νῦν, τὸ γνωστὸν [[νόσημα]] τῆς ἐπιδερμίδος, παρὰ Πλινίῳ scabies, impetigo, psora, ἀνθρώπων τε καὶ ζῴων, Ἡρόδ. 4. 90, Πλάτ. Φίληβ. 46Α, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 7, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 8· ἵππων Πολύβ. 3. 88, 1· βοσκημάτων Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 4· ὑπὸ τοῦ Σουΐδ. καλουμένη κνησμονὴ (ἐκ τοῦ [[κνάω]], ξέω)· - εἶδός τι αὐτῆς κακὸν καὶ διαβρωτικὸν ἐκαλεῖτο ἀγρία [[ψώρα]], συναπτομένη [[μετὰ]] τοῦ [[λειχήν]], Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 20), πρβλ. [[ὡσαύτως]] λιπόψωρος. ΙΙ. [[νόσος]] τις τῶν δένδρων [[μάλιστα]] τῆς συκῆς, καθ’ ἣν ὁ φλοιὸς ἐπικαλύπτεται ὑπὸ μνίου ἢ ὕπνου (τὸ [[ὕπνον]]), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 3, κλπ.: [[ὡσαύτως]], τῆς ἐλαίας, Ἱππ. 582. 47., 641. 43, 658. 11· εἰ καὶ τῆς ἐλαίας τὸ [[νόσημα]] ἐκαλεῖτο [[κυρίως]] [[λειχήν]]· πρβλ. Λατ. scabra oliva. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ψυχῆς, ἥτις ἀλλαχοῦ καλεῖται [[φάλαινα]] καὶ [[πυραύστης]], Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 760.
|lstext='''ψώρα''': Ἰων. ψώρη, ἡ, (ψάω, ψώω) ὡς καὶ νῦν, τὸ γνωστὸν [[νόσημα]] τῆς ἐπιδερμίδος, παρὰ Πλινίῳ scabies, impetigo, psora, ἀνθρώπων τε καὶ ζῴων, Ἡρόδ. 4. 90, Πλάτ. Φίληβ. 46Α, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 7, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 8· ἵππων Πολύβ. 3. 88, 1· βοσκημάτων Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 4· ὑπὸ τοῦ Σουΐδ. καλουμένη κνησμονὴ (ἐκ τοῦ [[κνάω]], ξέω)· - εἶδός τι αὐτῆς κακὸν καὶ διαβρωτικὸν ἐκαλεῖτο ἀγρία [[ψώρα]], συναπτομένη [[μετὰ]] τοῦ [[λειχήν]], Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 20), πρβλ. [[ὡσαύτως]] λιπόψωρος. ΙΙ. [[νόσος]] τις τῶν δένδρων [[μάλιστα]] τῆς συκῆς, καθ’ ἣν ὁ φλοιὸς ἐπικαλύπτεται ὑπὸ μνίου ἢ ὕπνου (τὸ [[ὕπνον]]), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 3, κλπ.: [[ὡσαύτως]], τῆς ἐλαίας, Ἱππ. 582. 47., 641. 43, 658. 11· εἰ καὶ τῆς ἐλαίας τὸ [[νόσημα]] ἐκαλεῖτο [[κυρίως]] [[λειχήν]]· πρβλ. Λατ. scabra oliva. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ψυχῆς, ἥτις ἀλλαχοῦ καλεῖται [[φάλαινα]] καὶ [[πυραύστης]], Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 760.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gale, maladie de la peau.<br />'''Étymologie:''' [[ψάω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώρα Medium diacritics: ψώρα Low diacritics: ψώρα Capitals: ΨΩΡΑ
Transliteration A: psṓra Transliteration B: psōra Transliteration C: psora Beta Code: yw/ra

English (LSJ)

Ion. ψώρη, ἡ, (ψάω, ψώω)

   A itch, mange, scurvy, of men and beasts, Hdt.4.90, Pl.Phlb.46a, Hermipp.63.7 (hex.), Phryn.Com.26 (dub.); ἵππων Plb.3.88.1; βοσκημάτων Thphr.HP9.9.4; τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν ψώρᾳ συνεχομένους Phld.Rh.2.143 S.; called by Suid. κνησμονή (fr. κνάω to scratch): pl., Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A. D.); ψώρα ἀγρία, of a malignant kind, LXXLe.21.20.    2 metaph., ψ. περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148.    II a disease of trees, scab, Cladosporium herbarum, esp. of fig-trees, when they are overgrown with moss, Thphr.HP4.14.3, etc.; also of the olive, Hp.Nat.Mul.79, Mul.2.117; cf. λειχήν.    III a moth, = φάλαινα, Sch.Nic.Th.760.

German (Pape)

[Seite 1406] ἡ, die Krätze, Räude, eine Hautkrankheit; Her. 4, 90; Plat. Phil. 46 a u. Folgde; eigtl. adj., sc. νόσος; eine Krankheit, die durch heftiges Jucken der Haut Reiben oder Kratzen verursacht und mit Ausschlag, Rauhheit der Haut verbunden ist; eine besonders schlimme Art hieß ἀγρία ψώρα, Medic. – Auch eine Krankheit der Bäume, bes. der Feigenbäume, wenn sich zu viel Moos ansetzt, Theophr. – Bei den Sp. die Lichtmotte, die sonst φάλαινα u. πυραύστης heißt, Schol. Nic., vgl. Hermipp. bei Ath. I, 27 e.

Greek (Liddell-Scott)

ψώρα: Ἰων. ψώρη, ἡ, (ψάω, ψώω) ὡς καὶ νῦν, τὸ γνωστὸν νόσημα τῆς ἐπιδερμίδος, παρὰ Πλινίῳ scabies, impetigo, psora, ἀνθρώπων τε καὶ ζῴων, Ἡρόδ. 4. 90, Πλάτ. Φίληβ. 46Α, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 7, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 8· ἵππων Πολύβ. 3. 88, 1· βοσκημάτων Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 4· ὑπὸ τοῦ Σουΐδ. καλουμένη κνησμονὴ (ἐκ τοῦ κνάω, ξέω)· - εἶδός τι αὐτῆς κακὸν καὶ διαβρωτικὸν ἐκαλεῖτο ἀγρία ψώρα, συναπτομένη μετὰ τοῦ λειχήν, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 20), πρβλ. ὡσαύτως λιπόψωρος. ΙΙ. νόσος τις τῶν δένδρων μάλιστα τῆς συκῆς, καθ’ ἣν ὁ φλοιὸς ἐπικαλύπτεται ὑπὸ μνίου ἢ ὕπνου (τὸ ὕπνον), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 3, κλπ.: ὡσαύτως, τῆς ἐλαίας, Ἱππ. 582. 47., 641. 43, 658. 11· εἰ καὶ τῆς ἐλαίας τὸ νόσημα ἐκαλεῖτο κυρίως λειχήν· πρβλ. Λατ. scabra oliva. ΙΙΙ. εἶδος ψυχῆς, ἥτις ἀλλαχοῦ καλεῖται φάλαινα καὶ πυραύστης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 760.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gale, maladie de la peau.
Étymologie: ψάω.