συνευπορέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνευπορέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]] [[συμπαρέχω]], [[συμπορίζω]], μετ’ αἰτ., [[τριάκοντα]] μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων [[πρός]] τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) [[καθόλου]], βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. [[ὅπως]]… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
|lstext='''συνευπορέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]] [[συμπαρέχω]], [[συμπορίζω]], μετ’ αἰτ., [[τριάκοντα]] μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων [[πρός]] τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) [[καθόλου]], βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. [[ὅπως]]… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider de ses propres ressources.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐπορέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευπορέω Medium diacritics: συνευπορέω Low diacritics: συνευπορέω Capitals: ΣΥΝΕΥΠΟΡΕΩ
Transliteration A: syneuporéō Transliteration B: syneuporeō Transliteration C: synefporeo Beta Code: suneupore/w

English (LSJ)

   A contribute, c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι D.33.6: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Lycurg. 139.    2 c. dat. pers. et gen. rei, contribute towards, σ. τινὶ προικός Is.11.37; σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων, D.8.19, 59.72.    3 generally, assist, help, τινι Din.1.58; help in contriving, σ. ὅπως ἂν . . Plu.Lyc.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνευπορέω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω συμπαρέχω, συμπορίζω, μετ’ αἰτ., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων πρός τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) καθόλου, βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. ὅπως… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider de ses propres ressources.
Étymologie: σύν, εὐπορέω.