συμπορίζω

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορίζω Medium diacritics: συμπορίζω Low diacritics: συμπορίζω Capitals: ΣΥΜΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: symporízō Transliteration B: symporizō Transliteration C: symporizo Beta Code: sumpori/zw

English (LSJ)

help in procuring, ἐκ τῶν ξυμμάχων τι Th.7.20; πολλὰ αὐτῷ Jul.Or.3.125c:—Med., do so for oneself, Th.8.1, Isoc.4.32:—Pass., to be got together, Plu.Mar.40.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich herbeischaffen, verschaffen, Thuc. 7, 20; u. med., αὐτοὶ συνεπορίσαντο Isocr. 4, 32; Thuc. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

fournir ou procurer ensemble;
Moy. συμπορίζομαι se procurer à la fois, faire provision de, acc..
Étymologie: σύν, πορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πορίζω, Att. ξυμπορίζω. helpen verschaffen; med. zich helpen verschaffen. bij elkaar brengen; pass. ταχὺ πάντων συμπορισθέντων toen alles snel bij elkaar was gebracht Plut. Mar. 40.1

Russian (Dvoretsky)

συμπορίζω: вместе или одновременно добывать, доставать (ἐπιτήδειον ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.): ξύλα ξυμπορισάμενοι Thuc. раздобыв себе (строительного) лесу; πάντων συμπορισθέντων Plut. когда все было доставлено.

Greek Monolingual

Α πορίζω
1. παρέχω σε κάποιον κάτι κι εγώ μαζί με άλλους
2. προμηθεύομαι, παίρνω κάτι από άλλον
3. συγκροτώ, παρασκευάζω.

Greek Monotonic

συμπορίζω: μέλ. -σω, προμηθεύω, παρέχω από κοινού, σε Θουκ. — Μέσ., προμηθεύομαι για λογαριασμό μου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορίζω: προμηθεύομαι, λαμβάνω, ἐκ τῶν ἄλλων συμμάχων τῶν ὑπηκόων, εἴποθέν τι εἶχον ἐπιτήδειον ἐς τὸν πόλεμον ξυμπορίσαντες, «λαβόντες» (Σχόλ.), Θουκ. 7. 20· ― Μέσ., πορίζομαι, εὑρίσκω, ξύλα ξυμπορισαμένους καὶ χρήματα ὁ αὐτ. 8, 1, Ἰσοκρ. 47Α. ― Παθ., ταχὺ πάντων συμπορισθέντων Πλουτ. Μάρ. 40.

Middle Liddell

fut. σω
to help in procuring, Thuc.:— Mid. to do so for oneself, Thuc.

Lexicon Thucydideum

contrahere, to draw together, unite, 7.20.2,
MED. comparare, to get ready, prepare, 8.1.3, 8.4.1.