τρύμη: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύμη''': [ῡ], ἡ, ([[τρύω]]) [[τρυμαλιά]], ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447 ἐν τέλει. ΙΙ. μεταφ., [[ὀξύς]], [[πανοῦργος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἴδε Σχόλ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''τρύμη''': [ῡ], ἡ, ([[τρύω]]) [[τρυμαλιά]], ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447 ἐν τέλει. ΙΙ. μεταφ., [[ὀξύς]], [[πανοῦργος]] [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἴδε Σχόλ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />= [[τρύπη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, (τρύω)
A hole, Sch.Ar.Nu.447. II metaph., sharp fellow, sly knave, Ar.Nu.448.
German (Pape)
[Seite 1156] ἡ, 1) das Loch, bes. das durch Reiben entstandene. – 2) übertr. wie τρίμμα, ein abgeriebener, durchtriebener, gewandter, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 448.
Greek (Liddell-Scott)
τρύμη: [ῡ], ἡ, (τρύω) τρυμαλιά, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447 ἐν τέλει. ΙΙ. μεταφ., ὀξύς, πανοῦργος ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἴδε Σχόλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
= τρύπη.