Τάνταλος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Τάνταλος''': -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, [[πρόγονος]] τῶν Πελοπιδῶν, Ὀδ. Λ. 582 κἑξ. ― Ἐπίθετ. Ταντάλειος, α, ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Τάνταλον, Εὐρ. κλπ.· οἱ Ταντ. ἔκγονοι, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα τοῦ Ταντάλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1176· [[Πέλοψ]] ὁ Ταντ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1, πρβλ. 988, κλπ.· [[τιμωρία]] Τ. Ποιητὴς παρὰ Πολυβ. 4. 45, 6· Τ. δίκας ὑποφέρειν Λουκ. Ἔρωτ. 53· ― [[ὡσαύτως]] Ταντάλεος, α, ον, Ἀνθ. Π. 5. 2, 236· ― Τανταλικός, ή, όν, Μανέθων 5. 187· ― Τανταλίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1469· ― Τανταλίς, ίδος, [[θυγάτηρ]] τοῦ Ταντάλου, ἡ Νιόβη, Ἀνθ. Πλαν. 134, πρβλ. 131. (Φανερῶς συγγενὲς τῷ *[[τλάω]], [[τάλαντον]], [[ταλαντεύω]], ἢ διὰ τὰ μακρὰ [[αὐτοῦ]] παθήματα καὶ τὰς βασάνους ἢ διὰ τὸν μῦθον καθ’ ὃν ἐκρέματο ἢ ἵστατο ταλαντευόμενος [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Κρατ. 395D· ἢ ὡς ἐκ τοῦ παροιμιώδους πλούτου [[αὐτοῦ]], τὰ Ταντάλου τάλαντ’ ἐκεῖνα Μέναδρ. ἐν «Κυβερνήταις» 1. 6, πρβλ. [[τανταλίζω]]).
|lstext='''Τάνταλος''': -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, [[πρόγονος]] τῶν Πελοπιδῶν, Ὀδ. Λ. 582 κἑξ. ― Ἐπίθετ. Ταντάλειος, α, ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Τάνταλον, Εὐρ. κλπ.· οἱ Ταντ. ἔκγονοι, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα τοῦ Ταντάλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1176· [[Πέλοψ]] ὁ Ταντ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1, πρβλ. 988, κλπ.· [[τιμωρία]] Τ. Ποιητὴς παρὰ Πολυβ. 4. 45, 6· Τ. δίκας ὑποφέρειν Λουκ. Ἔρωτ. 53· ― [[ὡσαύτως]] Ταντάλεος, α, ον, Ἀνθ. Π. 5. 2, 236· ― Τανταλικός, ή, όν, Μανέθων 5. 187· ― Τανταλίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1469· ― Τανταλίς, ίδος, [[θυγάτηρ]] τοῦ Ταντάλου, ἡ Νιόβη, Ἀνθ. Πλαν. 134, πρβλ. 131. (Φανερῶς συγγενὲς τῷ *[[τλάω]], [[τάλαντον]], [[ταλαντεύω]], ἢ διὰ τὰ μακρὰ [[αὐτοῦ]] παθήματα καὶ τὰς βασάνους ἢ διὰ τὸν μῦθον καθ’ ὃν ἐκρέματο ἢ ἵστατο ταλαντευόμενος [[ὑπεράνω]] τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Κρατ. 395D· ἢ ὡς ἐκ τοῦ παροιμιώδους πλούτου [[αὐτοῦ]], τὰ Ταντάλου τάλαντ’ ἐκεῖνα Μέναδρ. ἐν «Κυβερνήταις» 1. 6, πρβλ. [[τανταλίζω]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Tantale :<br /><b>1</b> fils de Zeus, roi de Phrygie;<br /><b>2</b> fils de Thyeste;<br /><b>3</b> autres.<br />'''Étymologie:''' R. Ταλ, supporter, souffrir ; cf. [[τάλας]], [[τλάω]], <i>lat.</i> tollo.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τάντᾰλος Medium diacritics: Τάνταλος Low diacritics: Τάνταλος Capitals: ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Transliteration A: Tántalos Transliteration B: Tantalos Transliteration C: Tantalos Beta Code: *ta/ntalos

English (LSJ)

ὁ, Tantalus, ancestor of the Pelopidae, Od.11.582, etc.;

   A ξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν Com.Adesp.530:— Adj. Ταντάλ-ειος, α, ον, also ος, ον (v. infr.), of or belonging to T., οἱ Τ. ἔκγονοι the descendants of T., E.El.1176; Πέλοψ ὁ Τ. Id.IT1, cf. 988, etc.; τιμωρία Ταντάλειος Poet. ap. Plb.4.45.6, cf. Ph.1.512; Τ. δίκας ὑποφέρειν Luc.Am.53; also Ταντᾰλ-εος, α, ον, AP5.235 (Paul. Sil.); Ταντᾰλ-ικός, ή, όν, Man.5.187: Τανταλίδης, ου, ὁ,

   A descendant of Tantalus, A.Ag.1469 (pl., lyr.):Τανταλίς, ίδος,

   A daughter of T., i.e. Niobe, APl.4.134 (Mel.), cf. 131 (Antip.). (Derived by Pl. from ταλάντατος in reference to his endurance of torment, or from ταλαντεία (τανταλεία codd.) in reference to the story of the rock balanced and tottering over his head, Cra.395e; by others from his proverbial wealth, τὰ Ταντάλου τάλαντ' ἐκεῖνα Men.301.6; cf. τανταλίζω.)

Greek (Liddell-Scott)

Τάνταλος: -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, πρόγονος τῶν Πελοπιδῶν, Ὀδ. Λ. 582 κἑξ. ― Ἐπίθετ. Ταντάλειος, α, ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Τάνταλον, Εὐρ. κλπ.· οἱ Ταντ. ἔκγονοι, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα τοῦ Ταντάλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1176· Πέλοψ ὁ Ταντ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1, πρβλ. 988, κλπ.· τιμωρία Τ. Ποιητὴς παρὰ Πολυβ. 4. 45, 6· Τ. δίκας ὑποφέρειν Λουκ. Ἔρωτ. 53· ― ὡσαύτως Ταντάλεος, α, ον, Ἀνθ. Π. 5. 2, 236· ― Τανταλικός, ή, όν, Μανέθων 5. 187· ― Τανταλίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1469· ― Τανταλίς, ίδος, θυγάτηρ τοῦ Ταντάλου, ἡ Νιόβη, Ἀνθ. Πλαν. 134, πρβλ. 131. (Φανερῶς συγγενὲς τῷ *τλάω, τάλαντον, ταλαντεύω, ἢ διὰ τὰ μακρὰ αὐτοῦ παθήματα καὶ τὰς βασάνους ἢ διὰ τὸν μῦθον καθ’ ὃν ἐκρέματο ἢ ἵστατο ταλαντευόμενος ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Κρατ. 395D· ἢ ὡς ἐκ τοῦ παροιμιώδους πλούτου αὐτοῦ, τὰ Ταντάλου τάλαντ’ ἐκεῖνα Μέναδρ. ἐν «Κυβερνήταις» 1. 6, πρβλ. τανταλίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Tantale :
1 fils de Zeus, roi de Phrygie;
2 fils de Thyeste;
3 autres.
Étymologie: R. Ταλ, supporter, souffrir ; cf. τάλας, τλάω, lat. tollo.