χειρόμακτρον: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρόμακτρον''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[μάκτρον]] τῆς χειρός, [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] [[Σκυθιστὶ]] [[χειρόμακτρον]] ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. [[Σκυθίζω]]. ΙΙ. [[εἶδος]] κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, [[Ἑκαταῖος]] 329, καὶ [[ἴσως]] [[οὕτως]] ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον. | |lstext='''χειρόμακτρον''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[μάκτρον]] τῆς χειρός, [[τεμάχιον]] ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅθεν]] ἡ [[φράσις]] [[Σκυθιστὶ]] [[χειρόμακτρον]] ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. [[Σκυθίζω]]. ΙΙ. [[εἶδος]] κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, [[Ἑκαταῖος]] 329, καὶ [[ἴσως]] [[οὕτως]] ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />essuie-mains, serviette.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[μάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A cloth for wiping the hands, towel, napkin, Hdt.4.64, Ar.Fr.502, X.Cyr.1.3.5, PCair.Zen. 87.8, al. (iii B.C.): the Scythians used scalps as χειρόμακτρα, Hdt.l.c.: hence Σκυθιστὶ χ. ἐκκεκαρμένος S.Fr.473. II head-cloth, used by women, Sapph.44, Hecat.358 J., and perhaps so in Hdt.2.122, χ. χρύσεον, [Written χειρώμακτρον PRev.Laws 94.4 (iii B.C.), PEnteux.38.3,9 (iii B.C.), but χειρόμακτρον PCair.Zen. Il.cc. (iii B.C.): -ω- might be due to 'contamination' with the root of ὀμόργ-νυμι.]
German (Pape)
[Seite 1346] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόμακτρον: τό, ὡς καὶ νῦν, μάκτρον τῆς χειρός, τεμάχιον ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅθεν ἡ φράσις Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. Σκυθίζω. ΙΙ. εἶδος κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, Ἑκαταῖος 329, καὶ ἴσως οὕτως ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.