ἄναρχος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans chef, sans maître ; τὸ ἄναρχον ESCHL <i>c.</i> [[ἀναρχία]].<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρχω]].
|btext=ος, ον :<br />sans chef, sans maître ; τὸ ἄναρχον ESCHL <i>c.</i> [[ἀναρχία]].<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἄρχω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[without]] [[leader]].
}}
}}

Revision as of 15:22, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρχος Medium diacritics: ἄναρχος Low diacritics: άναρχος Capitals: ΑΝΑΡΧΟΣ
Transliteration A: ánarchos Transliteration B: anarchos Transliteration C: anarchos Beta Code: a)/narxos

English (LSJ)

ον,

   A without head or chief, Il.2.703; ναυτικὸν στράτευμ' ἄ. E.IA914, cf. Hec. 607; ἄ. ζῷα, opp. τὰ ὑφ' ἡγεμόνα ὄντα, Arist. HA488a11: τὸ ἄ., = ἀναρχία, A Eu.696.    2 ἔτος ἄ. a year without any regular magistrates, GDI5635 (Teos).    II Act., holding no office or magistracy, prob. l. Arr.Epict.4.6.3.    b not qualified to hold office, Max. Tyr. 21.5 (Sup., s. v. l.).    III without beginning, Parm.8.27, Ocell. 1.2, S.E.M.7.312; κύκλος ἄ. καὶ ἀτελεύτητος Procl.Inst.146; ἄ. δίκη PLips.33 ii 5 (iv A. D.).    b without first principles, S.E.M.1.180.

German (Pape)

[Seite 206] 1) ohne Oberhaupt, ohne Anführer, Il. 2, 703. 726; τάξις Aesch. Pers. 290; τὸ ἄν. Eum. 666: Plat. Rep. VIII, 558 c. – 2) ohne Anfang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ἄνευ ἀρχῆς ἢ ἀρχηγοῦ, Ἰλ. Β. 703· ναυτικὸν στράτευμ’ ἄν. Εὐρ. Ι. Α. 914, πρβλ. Ἑκ. 607· ἄν. ζῶα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὑφ’ ἡγεμόνα ὄντα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 25: - τὸ ἄναρχον = ἡ ἀναρχία Αἰσχύλ. Εὐμεν. 696. 2) ἔτος ἄναρχον, ἔτος ἄνευ τῶν συνήθων τακτικῶν ἀρχόντων, Ἐπιγρ. Τηΐα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3064. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων ἀρχήν τινα ἢ ὑπούργημα, πιθαν. γραφ. ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 6, 3. 2) ὁ ἄνευ ἀρχῆς, Παρμενίδ. 83, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 312, περὶ θεοῦ, τὸν ἄναρχον θεὸν Κλήμ. Ἀλεξ. 638, κτλ., πρβλ. Suicer. 3) ἄνευ τῶν πρώτων ἀρχῶν, Σέξτ. Ἐμπ. 641, 10 καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀνάρχως, ἄνευ ἀρχῆς, τ. ἔ. ἐξουσίας, ἢ τοῦ κύρους αὐτῆς, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. 3. σ. 578. - Ἡ σημασία αὕτη δὲν ἐσημειώθη ἐν τῷ Θ. Στ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans chef, sans maître ; τὸ ἄναρχον ESCHL c. ἀναρχία.
Étymologie: ἀ, ἄρχω.

English (Autenrieth)

without leader.