ἀριστεύς: Difference between revisions

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui tient le premier rang, chef le plus distingué, <i>particul.</i> le plus brave ; <i>d’ord. au pl.</i> [[οἱ]] ἀριστεῖς les grands, les chefs ; <i>dans Homère</i> la suite <i>ou</i> l’entourage des rois.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]].
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui tient le premier rang, chef le plus distingué, <i>particul.</i> le plus brave ; <i>d’ord. au pl.</i> [[οἱ]] ἀριστεῖς les grands, les chefs ; <i>dans Homère</i> la suite <i>ou</i> l’entourage des rois.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ῆος ([[ἄριστος]]): [[best]] [[man]], [[chief]], Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; [[usually]] pl., [[ἀριστῆες]], Il. 2.404, etc.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστεύς Medium diacritics: ἀριστεύς Low diacritics: αριστεύς Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΣ
Transliteration A: aristeús Transliteration B: aristeus Transliteration C: aristeys Beta Code: a)risteu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, dual

   A ἀριστέοιν S.Aj.1304: (ἄριστος):—used by Hom. mostly in pl. ἀριστῆες those who excel in valour, chiefs, Il.2.404, al.; ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.218, cf. Hdt.6.81, Alc. Supp.1a.8, Pi.P.9.107, Ant.Lib.2.2, etc.: sg., A.Pers.306; ἀνδρὸς ἀριστέως E.IA28 (lyr.); as an honorary title, CIG2881 (Milet.), IGRom.4.914 (Cibyra).

German (Pape)

[Seite 352] ὁ, der Beste, Nebenform von ἄριστος; meist Bezeichnung der Fürsten, Vornehmen; Hom. ἀριστῆος mehrmals, ἀριστῆα Iliad. 3, 44, ἀριστῆες, ἀριστῆας u. ἀριστήεσσιν mehrmals, ἀριστήων Iliad. 9, 396 Od. 11, 227; μνηστήρων ἀριστῆες Od. 15, 28; ἀριστῆας Δαναῶν Iliad. 17, 245; ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν 1, 227; ἀριστῆες Παναχαιῶν 10, 1; ἀριστήεσσι καὶ βασιλεῦσιν 9, 334; ἀνδρὸς ἀριστῆος 15, 489; ἄνδρας ἀριστῆας Od. 14, 218; καγχαλόωσι φάντες ἀριστῆα πρόμον ἔμμεναι, οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ'· ἀλλ' οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή Iliad. 3, 44; γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν 2, 404; κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν 19, 193. – Pind. P. 9, 107 ἀριστῆες ἀνδρῶν; Ἕκτορά τ' ἄλλους τ' ἀριστέας I. 8, 55; Soph. Ai. 1283. Bei Sp. auch in Prosa, die in sittlicher Beziehung Besten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστεύς: έως, ὁ: δυϊκ. ἀριστέοιν Σοφ. Αἴ. 1304 (ἄριστος): - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον πληθυντικῶς, ἀριστῆες, Λατ. optimates, οἱ ἄριστοι, οἱ ἄρχοντες, οἱ ἡγεμόνες, οὕτω παρ’ Ἡρόδ. 6. 81, Πινδ. Π. 9. 188, καὶ Τραγ.· ἀλλ’ ἑνικ. παρ’ Αἰσχύλ. Πέρσ. 306 (Blomf)· ἀνδρὸς ἀριστέως Εὐρ. Ι. Α. 28, ἐπιγρ. Μιλήτου, Συλλ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 288112· πρβλ. Kleemann, Voc. Hom., σ. 9.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui tient le premier rang, chef le plus distingué, particul. le plus brave ; d’ord. au pl. οἱ ἀριστεῖς les grands, les chefs ; dans Homère la suite ou l’entourage des rois.
Étymologie: ἄριστος.

English (Autenrieth)

ῆος (ἄριστος): best man, chief, Il. 3.44 ; ἀνδρὸς ἀριστῆος, Il. 15.489; usually pl., ἀριστῆες, Il. 2.404, etc.