εὐσταθής: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋσταθής]];<br />ής, ές :<br /><b>I.</b> bien établi, ferme, fixe, solide;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> stable;<br /><b>2</b> <i>chez les Épicuriens en parl. du corps</i> consistant;<br /><b>3</b> équilibré, sain de corps et d’âme, d’un caractère calme <i>ou</i> rassis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἵστημι]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋσταθής]];<br />ής, ές :<br /><b>I.</b> bien établi, ferme, fixe, solide;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> stable;<br /><b>2</b> <i>chez les Épicuriens en parl. du corps</i> consistant;<br /><b>3</b> équilibré, sain de corps et d’âme, d’un caractère calme <i>ou</i> rassis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἵστημι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἵστημι]]): [[well]]-based, firmstanding; [[μέγαρον]], [[θάλαμος]], Σ 3, Od. 23.178.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταθής Medium diacritics: εὐσταθής Low diacritics: ευσταθής Capitals: ΕΥΣΤΑΘΗΣ
Transliteration A: eustathḗs Transliteration B: eustathēs Transliteration C: efstathis Beta Code: eu)staqh/s

English (LSJ)

ές, Ep. ἐϋστ-, as always in Hom., (ἵσταμαι)

   A well-based, well-built, περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου, Od. 20.258, 23.178.    II metaph., steadfast, tranquil, ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ -έστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.SA1.10; -έστεροι γνώμῃ ib.2.3; περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς dub. in Phld.D.3tit.    2 of the body, sound, healthy, σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5; of persons, healthy, sound, Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1.    3 εὐ. νοῦσοι easily cured, not serious, Hp.Aph. 3.8; καῦσοι Id.Epid.1.1.    4 of weather, steady, settled, calm, θέρος ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821.    5 generally, steady, quiet, βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.Dem.36; in political sense, firmly established, μοναρχία Phld.Hom.p.31 O.    III Adv. -θῶς, ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.in EN115.3; στρατοπεδεῦσαι App.Hisp.25, al.: Sup. -έστατα Id.BC2.115; Aeol. -θέως IG12(2).243 (Mytilene).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστᾰθής: -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): καλῶς τεθεμελιωμένος, καλῶς ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., σταθερός, σοβαρός, Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ εὐσταθέω, εὐστάθεια. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., σταθερός, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ Ζέφυρος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) καθόλου, σταθερός, ἥσυχος, βίος Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ ἁρμονία Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋσταθής;
ής, ές :
I. bien établi, ferme, fixe, solide;
II. p. suite
1 stable;
2 chez les Épicuriens en parl. du corps consistant;
3 équilibré, sain de corps et d’âme, d’un caractère calme ou rassis.
Étymologie: εὖ, ἵστημι.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): well-based, firmstanding; μέγαρον, θάλαμος, Σ 3, Od. 23.178.