πολυσπερής: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dispersé en plusieurs peuplades <i>ou</i> tribus.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπείρω]].
|btext=ής, ές :<br />dispersé en plusieurs peuplades <i>ou</i> tribus.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπείρω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ές ([[σπείρω]]): widestrewn, [[wide]]-[[spread]], [[over]] the [[earth]].
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπερής Medium diacritics: πολυσπερής Low diacritics: πολυσπερής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΗΣ
Transliteration A: polysperḗs Transliteration B: polysperēs Transliteration C: polysperis Beta Code: polusperh/s

English (LSJ)

ές, (σπείρω)

   A wide-spread, spread over the earth, ἄνθρωποι Il.2.804, Od.11.365; Ὠκεανῖναι Hes.Th.365; φήμη Theodect.16; συνόδοντες Opp.H.3.577; Boeot. pl. πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63.    II fruitful, καμασῆνες Emp.74.

German (Pape)

[Seite 673] ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνθρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνθρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπερής: -ές, (σπείρω) πολυσπερέων ἀνθρώπων, «ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς διεσπαρμένων, πολυγενῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 804, Ὀδ. Λ. 365· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 365· πολυσπερὴς καθ’ Ἑλλάδα φήμη πλανᾶται, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος διεσπαρμένη, διαδιδομένη, Θεοδέκτ. παρὰ Στοβ. σ. 105, 25, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσπερέων· πολυεθνῶν». ΙΙ. καρποφόρος, γόνιμος, καμασῆνες Ἐμπεδ. 256.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dispersé en plusieurs peuplades ou tribus.
Étymologie: πολύς, σπείρω.

English (Autenrieth)

ές (σπείρω): widestrewn, wide-spread, over the earth.