νεφέλα: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>νεφέλα</b> (-ας, -ᾳ, -αν.)<br /> <b>1</b>[[cloud]] ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. [[Ζεύς]]) (O. 7.49) [[οὐρανίων]] ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) [[ἐπεὶ]] νεφέλᾳ παρελέξατο [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων [[ἄιδρις]] [[ἀνήρ]] (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.36) [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.11) met., of [[sleep]], κελαινῶπιν δ' [[ἐπί]] οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ [[κρατί]], γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of [[carnage]], παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι [[ποτὶ]] [[δυσμενέων]] [[ἀνδρῶν]] στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) [[ὅστις]] ἐν [[ταύτᾳ]] νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ [[τοῦ]] [[Ἄρεος]] νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag.] νεφελα Πα. 12e. 2. | |sltr=<b>νεφέλα</b> (-ας, -ᾳ, -αν.)<br /> <b>1</b> [[cloud]] ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. [[Ζεύς]]) (O. 7.49) [[οὐρανίων]] ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) [[ἐπεὶ]] νεφέλᾳ παρελέξατο [[ψεῦδος]] γλυκὺ μεθέπων [[ἄιδρις]] [[ἀνήρ]] (sc. [[Ἰξίων]]) (P. 2.36) [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.11) met., of [[sleep]], κελαινῶπιν δ' [[ἐπί]] οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ [[κρατί]], γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of [[carnage]], παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι [[ποτὶ]] [[δυσμενέων]] [[ἀνδρῶν]] στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) [[ὅστις]] ἐν [[ταύτᾳ]] νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ [[τοῦ]] [[Ἄρεος]] νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag.] νεφελα Πα. 12e. 2. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 17 August 2017
English (Slater)
νεφέλα (-ας, -ᾳ, -αν.)
1 cloud ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. Ζεύς) (O. 7.49) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων ἄιδρις ἀνήρ (sc. Ἰξίων) (P. 2.36) χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.11) met., of sleep, κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.7) of carnage, παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.38) ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ τοῦ Ἄρεος νεφέλῃ Σ.) (I. 7.27) frag.] νεφελα Πα. 12e. 2.