οἴγω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οἴγω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[open]] οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150&#774;{1}) (N. 1.41)] ντας οἴγειν [(Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.
|sltr=[[οἴγω]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[open]] οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150&#774;{1}) (N. 1.41)] ντας οἴγειν [(Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.
}}
}}

Revision as of 12:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴγω Medium diacritics: οἴγω Low diacritics: οίγω Capitals: ΟΙΓΩ
Transliteration A: oígō Transliteration B: oigō Transliteration C: oigo Beta Code: oi)/gw

English (LSJ)

Hes.Op.819, etc. ; later οἴγνυμι, AP9.356 (Leon.) : fut.

   A οἴξω E.Cyc.502 : aor. ᾦξα Il.24.457 ; but augm. forms usu. have ὠϊ- in Ep. (v. infr.) ; part. οἴξας Il. (v. infr.) : Ion. pf. Pass. ὤϊκται Herod.4.55 : the compd. ἀνοίγνυμι or ἀνοίγω (q. v.) is much commoner, cf. also διοίγνυμι :—open, οἴξασα κληῖδι θύρας Il.6.89 ; τῇσι θύρας ὤϊξε ib.298 ; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω E.HF332 ; ξενῶνας οἴξας Id.Alc.547, cf. Com.Adesp.1211 : abs., ᾦξε γέροντι he opened the door for the old man, Il.24.457 ; also [οἶνον] . . ὤϊξεν ταμίη she opened the wine, Od.3.392 ; οἶγε πίθον open the wine-jar, Hes. l. c. ; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα A.Pr.611 :—Pass., πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο (v.l. ὠΐγοντο, i. e. ὠείγ-, in PHib.21) πύλαι Il.2.809, 8.58 ; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου Pi.Fr.75.14 ; ἡ θύρη . . ὤϊκται Herod. l. c. (Aeol. inf. ὀείγην IG12(2).6.43 (Mytil.) ; part. ὀείγων Alc.225 Lobel : prob. ὀ-ϝ ειγ- and ὀ-ϝῐγ-, cf. Skt. véga- 'quick movement' ; cf. ἐπῴχατο, προσοίγνυμι.)

Greek (Liddell-Scott)

οἴγω: Ἡσ., κλ.· μεταγεν. οἴγνυμι Ἀνθ. Π. 9. 356 (πρβλ. ἀνοίγνυμι)· μέλλ. οἴξω Εὐρ. Κύκλ. 502· ἀόρ. ᾦξα Ἰλ. Ω 457· ἀλ’ οἱ Ἐπικ. συνήθως διαιροῦσι τὴν δίφθογγον εἰς τοὺς μετ’ αὐξήσεως τύπους, ὤϊξεν, ὤϊξαν· μετοχ. οἴξας Ἰλ. - Παθ., ἴδε κατωτ.· - τὸ σύνθετον ἀνοίγνυμι ἢ ἀνοίγω εἶναι πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξ.· καὶ διοίγνυμι. Ἀνοίγω, οἴξασα κληῖδα θύρας Ἰλ. Ζ. 89· τῇσι θύρας ὤιξε αὐτόθι 298· οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 332· ξενῶνας οἴξας ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 547· ἀπολ., ᾦξε γέροντι, ἀνέῳξε τὴν θύραν εἰς τὸν γέροντα, Ἰλ. Ω. 457· ὡσαύτως, [[[οἶνον]]] ... ὤιξεν ταμίη, ἤνοιξε τὸν οἶνον, Ὀδ. Γ. 392· οἶγε πίθον, ἄνοιξον τὸν πίθον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 817· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Αἰσχύλ. Πρ. 611· ξενῶνας οἶγε Κωμ. Ἀνών. 17. - Παθ., πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι Ἰλ. Β. 809., Θ. 58· οἰχθέντος θαλάμου Πινδ. Ἀποσπ. 45. 13· ὅταν ἅπαξ οἰχθῇ [ἡ ὑστέρα] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

f. οἴξω, ao. ᾦξα, pf. inus.
Pass. ao. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι;
ouvrir : τι, qch (une porte, la bouche, etc.) ; abs. οἴγειν τινί IL ouvrir la porte à qqn.
Étymologie: DELG faits obscurs.

English (Slater)

οἴγω
   1 open οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150̆{1}) (N. 1.41)] ντας οἴγειν [(Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.