μείλιχος: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μείλιχος]], -ον</b><br /> <b>1</b>[[gentle]] [[Χάρις]] δ' [[ἅπερ]] ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) “ἔ- τραπε [[μείλιχος]] ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν [[ἀνδρῶν]] καὶ [[μείλιχος]] [[αἰών]] (P. 8.97) | |sltr=[[μείλιχος]], -ον</b><br /> <b>1</b> [[gentle]] [[Χάρις]] δ' [[ἅπερ]] ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) “ἔ- τραπε [[μείλιχος]] ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν [[ἀνδρῶν]] καὶ [[μείλιχος]] [[αἰών]] (P. 8.97) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, Aeol. μέλλιχος Hdn.Gr.2.302, cj. in Sapph. 100:—
A gentle, kind: I in Il. always of persons, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι 17.671; μ. αἰεί 19.300, al.; epith. of Λητώ, Ὕπνος, Hes.Th. 406, 763: c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of . ., AP6.242 (Crin.): Sup. μειλιχώτατος IG7.115.1 (Megara): in late Prose, Jul.Or.2.86a, al. II of things, once in Od., οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον 15.374; μ. δῶρα h.Hom.10.2; ἔπεα Hes.Th.84; οἶνος Xenoph. 1.6; αἰών, ὀργά, Pi.P.8.97, 9.43; τὸ μ. gentleness, Thgn.365; τὰ μείλιχα joys, Pi.O.1.30; μείλιχα μυθεῖσθαι Opp.C.3.219. Adv. -χως, μυθεύμενος Semon.7.18: neut. as Adv., μείλιχον ἀντιάαν A.R.1.971.
Greek (Liddell-Scott)
μείλῐχος: -ον, πρᾶος, ἤπιος, ἀγαθός, ὡς τὸ μειλίχιος, Ὅμ.: Ι. ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι Ρ. 671· μ. αἰεὶ Τ. 300, κτλ.· ἐπίθετ. τῆς Λητοῦς, τοῦ Ὕπνου Ἡσ. Θ. 406, 763· μετὰ γεν., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων, ἡ πραΰνουσα, μαλάσσουσα τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὑπερθετ. μειλιχώτατος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 462. 1. ΙΙ. ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ’ ἔπος οὔτε τι ἔργον Ο. 374· οὕτω, μ. δῶρα Ὁμ. Ὑμν. 8. 2· ἔπεα Ἡσ. Θ. 84· μείλιχος αἰών, ὀργὰ Πινδ. Π. 8. 139., 9. 76· τὸ μείλιχον, ἡ πρᾳότος, Θέογν. 365· τὰ μείλιχα, αἱ χαραί, Πινδ. Ο. 1. 49· μείλιχα μυθεῖσθαι Ὀππ. Κυν. 3. 219, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.
Étymologie: μέλι.
English (Slater)
μείλιχος, -ον
1 gentle Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) “ἔ- τραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97)