κυπαρίσσινος: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κῠπᾰρίσςῐνος</b><br /> <b>1</b>of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39) | |sltr=<b>κῠπᾰρίσςῐνος</b><br /> <b>1</b> of [[cypress]] [[wood]] σφ (i. e. [[votive]] offerings) [[ἔχει]] κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι [[σχεδόν]], Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον [[φυτόν]] (P. 5.39) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
Att. κυπαρίττινος, η, ον,
A of cypress-wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made or drawn from the cypress, κ. οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.
German (Pape)
[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κῠπᾰρίσςῐνος
1 of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)