πυγμαχία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πυγμᾰχία</b><br /> <b>1</b>[[boxing]] τεᾶς τυγμαχίας [[ἕνεκεν]] (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο [[πυγμαχία]] λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25) | |sltr=<b>πυγμᾰχία</b><br /> <b>1</b> [[boxing]] τεᾶς τυγμαχίας [[ἕνεκεν]] (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο [[πυγμαχία]] λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep. πυγμαχίη, ἡ,
A boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.
German (Pape)
[Seite 813] ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πυγμᾰχία: ἡ, τὸ πυχμαχεῖν, τὸ μάχεσθαι διὰ τῆς πυγμῆς, τὸ πυκτεύειν, Λατ. pugilatus, Ἰλ. Ψ. 653, 655, Πινδ. Ο. 11 (10). 12, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πρατίν. 1. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pugilat.
Étymologie: πυγμάχος.
English (Slater)
πυγμᾰχία
1 boxing τεᾶς τυγμαχίας ἕνεκεν (O. 11.12) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων (N. 6.25)