μεδέων: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[ruling]], [[bearing]] [[sway]], only of [[Zeus]]. (Il.)
|auten=[[ruling]], [[bearing]] [[sway]], only of [[Zeus]]. (Il.)
}}
{{Slater
|sltr=[[μεδέων]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ruling]] [[over]] c. gen., dat. ὦ [[Πάν]], Ἀρκαδίας [[μεδέων]] fr. 95. 1. ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου [[μεδέων]] (O. 7.88) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ [[νᾶσος]], [[Αἴγινα]] (Pae. 6.124)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεδέων]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ruling]] [[over]] c. gen., dat. ὦ [[Πάν]], Ἀρκαδίας [[μεδέων]] fr. 95. 1. ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου [[μεδέων]] (O. 7.88) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ [[νᾶσος]], [[Αἴγινα]] (Pae. 6.124)
|sltr=[[μεδέων]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ruling]] [[over]] c. gen., dat. ὦ [[Πάν]], Ἀρκαδίας [[μεδέων]] fr. 95. 1. ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου [[μεδέων]] (O. 7.88) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ [[νᾶσος]], [[Αἴγινα]] (Pae. 6.124)
}}
}}

Revision as of 12:35, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεδέων Medium diacritics: μεδέων Low diacritics: μεδέων Capitals: ΜΕΔΕΩΝ
Transliteration A: medéōn Transliteration B: medeōn Transliteration C: medeon Beta Code: mede/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ, (μέδω) participial Subst.,

   A guardian, ruler, Hom. (only in Il.), always of Zeus, as connected with special places, Ἴδηθεν μεδέων ruling from Ida, Il.3.276, etc.; Δωδώνης μ. 16.234; also Κυλλήνης μ., of Hermes, h.Merc.2; Πάν, Ἀρκαδίας μ. Pi.Fr.95; Ἀπόλλων Τελμεσσοῦ μ. SIG1044.8 (Halic., iv/iii B. C.); τῷ μεδεῦντι Νείλεω δήμου (i. e. Apollo) Call.Fr.95; δελφίνων μ., of Poseidon, Ar.Eq.560 (lyr.); σοὶ τῷ πάντων μ. E.Fr.912.1 (anap.): c. dat. loci, Pi.O.7.88; μ. καὶ χθονὶ καὶ πελάγει AP6.30 (Maced.): generally, ruler, ἡμετέρῳ μεδέοντι Call.Jov.86.    2 fem. μεδέουσα, guardian goddess, of Aphrodite, Σαλαμῖνος μεδέουσα h.Hom.10.4; of Mnemosyne, Ἐλευθῆρος μεδέουσα Hes.Th.54; of Pallas, τῆς ἱερωτάτης μεδέουσα χώρας (Attica) Ar.Eq.585 (lyr.), cf. 763; νεὼς Ἀθηναίας τῆς Ἀθηνῶν μεδεούσης prob. in IG12(1).977.10 (Carpathos, iv B. C.), cf. Supp.Epigr.1.375,376 (Samos), 3.3.5 (Athens), Plu.Them.10: generally, [Ἑλένη] μ. θαλάσσης E.Or.1690 (anap.); τόξων μ. Ἄρτεμιν Id.Hipp.167 (lyr.). —Aeol. participial form μέδεις (as if from μέδημι), Alc.5 (wrongly expld. as 2sg. ind. by Apion ap.A.D.Synt.92.7); other forms in late poets, μεδέουσι Q.S.5.525; μεδέεις Epigr.Gr.975; μεδέοιεν IG14.1363.10.

German (Pape)

[Seite 110] οντος, ὁ, = μέδων, der Obwalter, Beherrscher; bei Hom. vom Zeus, Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων, der Herrscher des Ida, Il. oft, auch Δωδώνης μ., 16, 234, denn in Dodona wurde Zeus besonders verehrt. Hermes, H. h. Merc.; in der Od. kommt es nicht vor; νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, Pind. Ol. 7, 88; Poseidon heißt Ar. Equ. 558 ὦ δελφίνων μεδέων. – Auch das fem. ἡ μεδέουσα, die Oberwaltende, Schützende, ist stets Beiname von Göttinnen; Aphrodite heißt Σαλαμῖνος μεδέουσα, H. h. 9, 4, wie Ἔρυκος, Ap. Rh. 4, 917; Mnemosyne Ἐλευθῆρος μεδέουσα, Hes. Th. 54; Pallas τῆς ἱερωτάτης – μεδέουσα χώρας, Ar. Equ. 583, vgl. 760; θαλάσσης, τόξων μεδέουσα, Eur. Or. 1690 Hipp. 167. Vgl. μέδων. – Danach hat Qu. Sm. 5, 525 auch μεδέουσι, herrschen, gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

μεδέων: -οντος, ὁ, ὡς τὸ μέδων (ἴδε μέδω), ὁ βασιλεύων, κυβερνῶν, βασιλεύς, προστάτης, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ἀείποτε ἐπὶ τοῦ Διός, ὡς προστάτην ὡρισμένων τόπων, Ἴδηθεν μεδέων, προστάτα τῆς Ἴδης (ἡ κατάληξις θεν παρέλκεται), Γ. 276, κτλ.· Δωδώνης μ. Π. 234· οὕτω, σοὶ τῷ πάντων μ. Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 2, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ· δελφίνων μ., ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 558· - μετὰ δοτ. τόπου, Πινδ. Ο. 7. 160, Ἀνθ. Π. 6. 30. 2) θηλ. μεδέουσα, ὁμοίως ἀείποτε ἐπὶ προστατίδων θεαινῶν, οἷον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σαλαμῖνος μεδέουσα Ὁμ. Ὕμν. 9. 4· ἐπὶ τῆς Μνημοσύνης, Ἐλευθῆρος μεδέουσα Ἡσ. Θ. 54· ἐπὶ τῆς Παλλάδος, τῆς ἱερωτάτης μεδέουσα χώρας (τῆς Ἀττικῆς) αὐτόθι 585, πρβλ. 763, Εὐρ. Ὀρ. 1690, Ἱππ. 167· ἀπολ., Ἀφροδίτῃ μεδεούσῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 2109b. - Αἰολικός τις μετοχικὸς τύπος μέδεις (ὡς εἰ ἐκ τοῦ μέδημι) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκαίῳ 2 (40) Ahr. καὶ ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ μεταγενεστέροις ποιηταῖς μεδέουσι Κόϊντ. Σμ. 5. 525. μεδέεις Ἑλλ. Ἐπιγρ. 975· μεδέειεν αὐτόθι 647. 10.

English (Autenrieth)

ruling, bearing sway, only of Zeus. (Il.)

English (Slater)

μεδέων
   1 ruling over c. gen., dat. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων fr. 95. 1. ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων (O. 7.88) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος, Αἴγινα (Pae. 6.124)

English (Slater)

μεδέων
   1 ruling over c. gen., dat. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων fr. 95. 1. ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων (O. 7.88) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος, Αἴγινα (Pae. 6.124)