πλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πλέκω]]): [[lock]] of [[hair]], pl., Il. 14.176†.
|auten=([[πλέκω]]): [[lock]] of [[hair]], pl., Il. 14.176†.
}}
{{Slater
|sltr=[[πλόκαμος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lock]] of [[hair]]. οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἀν] δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a.
}}
{{Slater
|sltr=[[πλόκαμος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[lock]] of [[hair]]. οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἀν] δησάμεναι πλοκάμους Πα. 13. a. 16. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι (ἐπέων πλόκοι coni. Schr.) fr. 246a.
}}
}}

Revision as of 13:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκᾰμος Medium diacritics: πλόκαμος Low diacritics: πλόκαμος Capitals: ΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: plókamos Transliteration B: plokamos Transliteration C: plokamos Beta Code: plo/kamos

English (LSJ)

ὁ,

   A lock or braid of hair, A.Ch.6,187, Hdt.4.34: in pl., locks, curling hair, prop. of women, Il.14.176; of a man, κομᾶν πλόκαμοι Pi.P.4.82; π. Τυφῶ, dithyrambic phrase in Ar. Nu.336; τί πλόκαμοι ῥέξωμεν, ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρῳ εἴκουσιν; Call. in PSI9.1092.47: in sg. also, collectively, = κόμη, A.Fr.313, etc.; τριχὸς π. Id.Th.564 (lyr.); χαίτας π. E.Ph.309 (lyr.).    2 Βερενίκης π., a constellation, Hsch., cf. Call.l.c.; ἡ τοῦ π. συστροφή Ptol. Tetr.26.    II = πλεκτάνη 11, Ael.VH1.1.    2 π. θαυμαστός, = πλέγμα δικτυοειδές, v.l. in Gal.UP9.4.    3 in pl., of wicker baskets, Id.Nat.Fac.1.15.

German (Pape)

[Seite 637] ὁ, 1) geflochtenes Haar, Haarflechte, Locke; gew. im plur., Il. 14, 176; κομᾶν πλόκαμ οι κερθέντες, Pind. P. 4, 82; im sing. bei Her. 4, 34. 7, 1; auch Aesch. Spt. 546 Ch. 7; u. Eur. öfter u. Folgde, bes. Dichter, wie Ap. Rh. 2, 707; Anacr. u. Anth. – 2) geflochtenes, gedrehtes Seil, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκᾰμος: ὁ, (πλέκω) πλεξίδα μαλλίων, Αἰσχύλ. Χο. 7. 187· ἐν τῷ πληθ., οἱ οὖλοι βόστρυχοι, κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ξ. 176· κομᾶν πλόκαμοι Πινδ. Π. 4. 145· πλ. Τυρῶ, διθυραμβικὴ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 333· ― ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως περιληπτικῶς, = κόμη, Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, κτλ., τριχὸς πλ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 564· χαίτας πλ. Εὐρ. Φοίν. 309. 2) Βερενίκης πλ., ἀστερισμός τις, Ὑγίνου Ἀστρ. 2. 24. ΙΙ. = πλεκτάνη ΙΙΙ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 boucle de cheveux ; chevelure bouclée;
2 c. πλεκτάνη.
Étymologie: πλέκω.

English (Autenrieth)

(πλέκω): lock of hair, pl., Il. 14.176†.