καταζεύγνυμι: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=atteler ensemble, accoupler ; <i>Pass. fig.</i> κ. ὑπ’ ἀναγκαίης HDT être lié <i>ou</i> contraint par la nécessité ; être enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζεύγνυμι]]. | |btext=atteler ensemble, accoupler ; <i>Pass. fig.</i> κ. ὑπ’ ἀναγκαίης HDT être lié <i>ou</i> contraint par la nécessité ; être enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[καταζεύγνυμι]] <br /> <b>1</b> [[yoke]] ξεστὸν [[ὅταν]] [[δίφρον]] ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνᾰῃ [[σθένος]] ἵππιον (P. 2.11) | |||
}} | }} |
Revision as of 13:59, 17 August 2017
English (LSJ)
and καταζευγ-νύω,
A yoke together, ἐν ἅρματα κ. σθένος ἵππιον Pi.P.2.11:—Pass., δύο πλοῖα κατεζευγμένα (v.l. Χελώνας -μένας) D.S.20.85: metaph., to be united, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Pl.Lg.753e; of marriage, Ael.VH4.1. 2 in Pass., to be straitened, confined, ὑπ' ἀναγκαίης κατέζευχθε Hdt.8.22; ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη S.Ant.947. 3 Pass., of a right angle, to be made acute, κἂν μικρῷ τινι μᾶλλον κατεζευγμένη ᾖ ἡ εὐθεῖα γωνία Asp.in EN19.32. II intr., fix one's quarters, halt, encamp, ταῖς δυνάμεσι Plb.3.95.3, cf. Plu.Sull.25, etc.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ζεύγνυμι), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; ὅταν ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχθη μείζονος ἢ ὥστε ἀφίστασθαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καταζεύγνῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω ὁμοῦ, ἐν ἅρματι κ. σθένος ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., καταλύω, στρατοπεδεύω, ἀντίθετον τῷ ἀναζεύγνυμι, Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
atteler ensemble, accoupler ; Pass. fig. κ. ὑπ’ ἀναγκαίης HDT être lié ou contraint par la nécessité ; être enfermé.
Étymologie: κατά, ζεύγνυμι.
English (Slater)
καταζεύγνυμι
1 yoke ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνᾰῃ σθένος ἵππιον (P. 2.11)