ἀγάφθεγκτος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγάφθεγκτος''': -ον, ([[φθέγγομαι]]), μεγάλα φθεγγόμενος, [[μεγαλόφωνος]], ἀοιδαί, Πίνδ. Ὀ. 6. 155. | |lstext='''ἀγάφθεγκτος''': -ον, ([[φθέγγομαι]]), μεγάλα φθεγγόμενος, [[μεγαλόφωνος]], ἀοιδαί, Πίνδ. Ὀ. 6. 155. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, (φθέγγομαι)
A loud-sounding, ἀοιδαί Pi.O.6.91.
German (Pape)
[Seite 10] ἀοιδή, Pind. Ol. 6, 91, stark tönender Sang.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάφθεγκτος: -ον, (φθέγγομαι), μεγάλα φθεγγόμενος, μεγαλόφωνος, ἀοιδαί, Πίνδ. Ὀ. 6. 155.