Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνώδαλον: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(Autenrieth)
(SL_2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[wild]] [[animal]], Od. 17.317†.
|auten=[[wild]] [[animal]], Od. 17.317†.
}}
{{Slater
|sltr=<b>κνώδᾰλον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[beast]] γελᾷ θ' [[ὁρῶν]] ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων asses (P. 10.36) [[ὅμως]] ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων serpents (N. 1.50)
}}
}}

Revision as of 14:40, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνώδαλον Medium diacritics: κνώδαλον Low diacritics: κνώδαλον Capitals: ΚΝΩΔΑΛΟΝ
Transliteration A: knṓdalon Transliteration B: knōdalon Transliteration C: knodalon Beta Code: knw/dalon

English (LSJ)

τό, any

   A wild creature, Od.17.317; κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes.Th.582; but also, of an ox or ass, h.Merc.188; of beasts generally, κνωδάλων τε καὶ βροτῶν A.Ch.601 (lyr.); κ. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, of birds and beasts, Id.Supp.1000; κ. βροτοφθόρων ib.264; of sea-monsters, κνώδαλ' ἐν βένθεσι πορφυρέας ἁλός Alcm.60.5, cf. A. Ch.587 (lyr.); ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα Id.Pr.462; ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν (sc. Theseus) S.Fr.905, cf. Tr.716; of boars, lions, E. Supp.146; asses, Pi.P.10.36; serpents, Id.N.1.50, Nic.Th.98, Pl. Ax.365c; κώνωπες νυκτὸς κ. διπτέρυγα AP5.150 (Mel.); of persons, as a term of reproach, ὦ παντομισῆ κ. A.Eu.644: Com., brutes, beasts, τρία κ. ἀναιδῆ Cratin.233, cf. Ar.Lys.477; also ἁβρὰ Μουσᾶν κ. dainty prey of the Muses, Cerc.7.9.

German (Pape)

[Seite 1464] το (wahrscheinlich von κινέω, wie κινώπετον, nicht mit ἅλς zusgstzt, wie die Alten erkl. ἐν τῇ ἀλὶ κινούμενον); ein wildes, gefährliches od. giftiges Thier; das Wild, Od. 17, 317; κνώδαλ' ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Hes. Th. 582; vom Esel Pind. P. 10, 36; von Schlangen N. 1, 50; bei den Tragg. allgemein, auch von anderen Thieren, κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, die wilden Stiere, Aesch. Prom. 460; κνωδάλων τε καὶ βροτῶν Ch. 593, allgemein Thier, wie κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Suppl. 978. Ungethüm, Scheusal, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Eum. 614; φθείρει τὰ πάντα κνώδαλα. das Wild u. die Centauren, Soph. Trach. 713; bei Eur. Suppl. 146 sind der Eber u. der Löwe damit bezeichnet; Schlangen, Nic. Th. 98; Mücken, Mel. 93 (V, 151); schädliche Insekten, Nic. Ther. 759; Würmer, σηπόμενος εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων Plat. Ax. 365 c. – Uebertr. von Menschen, Ungethüm, Cratin. bei Schol. Ar. Av. 767; auch adj., κνώδαλον εὗρε γέροντα H. h. Merc. 188, wo aber Herm. wohl richtig νωχαλόν emend.

Greek (Liddell-Scott)

κνώδᾰλον: τό, πᾶν ἄγριον ἢ ἐπικίνδυνον ζῶον, ἀπὸ τοῦ λέοντος μέχρι τοῦ ὄφεως ἢ σκώληκος, «θηρίον», Ὀδ. Ν. 317· κνώδαλ’ ὅσ’ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα Ἡσ. Θ. 582· ἐπὶ ζῴων καθόλου, κνωδάλων τε καὶ βροτῶν Αἰσχύλ. Χο. 601· κν. πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ, ἐπὶ πτηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1000· κν. βροντοφθόρων αὐτόθι 264· ἐπὶ θαλασσίων θηρίων, ὁ αὐτ. ἐν Χο 586· ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 462· ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδόν, λέγει ὁ Θησεύς, Σοφ. Ἀποσπ. 233α, πρβλ. Τρ. 716· ἐπὶ κάπρων, λεόντων, Εὐρ. Ἱκέτ. 146· ἐπὶ ὄνων, Πινδ. Π. 10. 56· ἐπὶ ὄφεων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 75, Νικ. Θ. 98, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C· ἐπὶ ἐμπίδων ἢ σκνιπῶν, νυκτὸς κν. διπτέρυγα Ἀνθ. Π. 5. 151· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς καὶ νῦν, ὡς ὀνειδισμὸς ἢ ὕβρις, ὦ παντομισῆ κνώδαλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 644· καὶ παρὰ Κωμ., ὑβριστικῶς ἐπὶ ἀνθρώπων, καὶ πρῶτον… ἀπάγω τρία κνώδαλ’ ἀναιδῆ, Πεισίαν, Ὀσφύωνα, Διιτρέφη, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 447. ― Ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, πιθανῶς ἀναγνωστέον νωχαλὸν μετὰ τοῦ Ἑρμάνν. Ἐτυμολ. ἀμφιβόλος· ― ἴδε ἐν λ. κινώθαλον.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tout animal sauvage, particul. monstre marin;
2 p. ext. tout animal.
Étymologie: κνάω, ὀδούς.

English (Autenrieth)

wild animal, Od. 17.317†.

English (Slater)

κνώδᾰλον
   1 beast γελᾷ θ' ὁρῶν ὕβριν ὀρθίαν κνωδάλων asses (P. 10.36) ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων serpents (N. 1.50)