ἀγενής: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(6_7) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, [[ταπεινός]], [[ποταπός]], [[δειλός]], [[φαῦλος]], [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀγαθός]], Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ [[μέτρον]] δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ἀγεννής]], Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκογενείας, ὅ ἐ. [[ἄπαις]], Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀγενής]]. | |lstext='''ἀγενής''': -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, [[ταπεινός]], [[ποταπός]], [[δειλός]], [[φαῦλος]], [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀγαθός]], Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ [[μέτρον]] δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ἀγεννής]], Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] οἰκογενείας, ὅ ἐ. [[ἄπαις]], Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀγενής]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ingénito]], [[increado]]del mundo, Pl.<i>Ti</i>.27c, del alma, Dam.<i>in Prm</i>.399.<br /><b class="num">2</b> [[innoble]], [[de bajo linaje]] S.<i>Fr</i>.84, <i>POxy</i>.33.5.5 (II d.C.), D.C.66.13.1a<br /><b class="num">•</b>de anim. [[de mala raza]] σκύλακες <i>Gp</i>.19.2.7<br /><b class="num">•</b>fig. [[de baja ralea]] Sch.<i>Od</i>.11.568, cf. <i>AB</i> 336.<br /><b class="num">3</b> [[que carece de descendencia]], [[que no tiene hijos]] ἀ. ἐοῦσα op. γενεὰν ἔχουσα ἐξ [[αὐτοσαυτοῦ]] <i>FD</i> 3.26.13 (II a.C.), ἐπεὶ δέ κα τι πάθῃ Μενεκράτεια ἀνθρώπινον ἀ. ὑπάρχουσα <i>FD</i> 3.337.6 (II a.C.), εἰ ἀ. καὶ [[ἀδιάθετος]] τις ἀποθάνοι <i>SEG</i> 48.592.9 (Delfos II d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς· ἀσθενῶς Hsch.α 468. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 21 August 2017
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A unborn, uncreated, Pl.Ti.27c. II of no family, ignoble, opp. ἀγαθός, S.Fr.84, cf. POxy.33 5.5 (ii A. D.); of things, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι Sch. Od. 11.568; cf. AB336, St.Byz. s.v. Ἀνακτορεία. III childless, Is.2.10, cf. Harp. (ἄπαις codd.).
German (Pape)
[Seite 12] ές, 1) nicht geboren, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενής ἐστι Plat. Tim. 27 c. – 2) der keine Kinder hat, Isaeus bei Harpocr. (aber bei Is. steht nur ἄπαις). – 3) von niedriger Herkunft u. dah. unedel, s. ἀγεννής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ μὴ γενόμενος, μὴ δημιουργηθείς, γέγονεν ἢ καὶ ἀγενές ἐστι, Πλάτ. Τίμ. 27C. II. ὁ ἐξ ἀσήμου οἰκογενείας, ταπεινός, ποταπός, δειλός, φαῦλος, ἐναντίον τοῦ ἀγαθός, Σοφ. Ἀποσπ. 105 (τὸ μέτρον δικαιoλογεῖ ταύτην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος εἶναι ἀγεννής, Stalb. Πλάτ. Πρωτ. 319Β). Ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ἀγενεῖς στίχοι, Σχόλ. Ὀδ. Λ., 568, πρβλ. Α. Β. 336, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀνακτορεία. ΙΙΙ. ὁ ἄνευ οἰκογενείας, ὅ ἐ. ἄπαις, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀγενής.
Spanish (DGE)
-ές
I 1ingénito, increadodel mundo, Pl.Ti.27c, del alma, Dam.in Prm.399.
2 innoble, de bajo linaje S.Fr.84, POxy.33.5.5 (II d.C.), D.C.66.13.1a
•de anim. de mala raza σκύλακες Gp.19.2.7
•fig. de baja ralea Sch.Od.11.568, cf. AB 336.
3 que carece de descendencia, que no tiene hijos ἀ. ἐοῦσα op. γενεὰν ἔχουσα ἐξ αὐτοσαυτοῦ FD 3.26.13 (II a.C.), ἐπεὶ δέ κα τι πάθῃ Μενεκράτεια ἀνθρώπινον ἀ. ὑπάρχουσα FD 3.337.6 (II a.C.), εἰ ἀ. καὶ ἀδιάθετος τις ἀποθάνοι SEG 48.592.9 (Delfos II d.C.).
II adv. -ῶς· ἀσθενῶς Hsch.α 468.