ἀτέκμαρτος: Difference between revisions
Ἡδὺν δὲ βίον μύστῃσι πρόφαινε → Show forth to the initiates a sweet life
(SL_1) |
(big3_7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰτέκμαρτος</b> <br /> <b>1</b> [[obscure]], unpredictable τὰ δ' [[εἰς]] ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι pr. (P. 10.63) n. pl. pro adv., ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα [[νέφος]] (Er. Schmid: ἀτέκμαρτον codd.) (O. 7.45) | |sltr=<b>ᾰτέκμαρτος</b> <br /> <b>1</b> [[obscure]], unpredictable τὰ δ' [[εἰς]] ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι pr. (P. 10.63) n. pl. pro adv., ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα [[νέφος]] (Er. Schmid: ἀτέκμαρτον codd.) (O. 7.45) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no da indicios o no se puede interpretar]], [[incierto]], [[oscuro]] μοῖρα A.<i>Pers</i>.910, χρηστήριον Hdt.5.92γ, τύχη D.H.6.21, τὰ δημιουργούμενα Ph.1.47, νίκη Nonn.<i>D</i>.37.440, τῶν ἀτεκμάρτων τε καὶ οὐ συμβλητῶν Ael.<i>NA</i> 6.60, ἐν τούτοις γὰρ οὐδὲν ἀτέκμαρτον Plu.2.399a, cf. 580f, οὐδέν ἐστι γνωστόν, ἀλλὰ πάντα ἀτέκμαρτα Arr.<i>Epict</i>.2.20.4, como pred. c. suj. inf. τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι Pi.<i>P</i>.10.63<br /><b class="num">•</b>[[difícil de explicar]] φυγαὶ καὶ διώξεις ἀτέκμαρτοι Pl.<i>Lg</i>.638a, [[δέος]] Th.4.63<br /><b class="num">•</b>[[irreconocible]] πρόσωπον Nonn.<i>D</i>.5.396<br /><b class="num">•</b>[[que no deja huellas]] πέδιλον Nonn.<i>D</i>.7.313<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[incertidumbre]] τὸ γὰρ ἀ. ἐν τῇσι καθάρσεσι Hp.<i>Ep</i>.16, τὸ ἀστάθμητον καὶ ἀ. τῶν ἐκδ[ε] χομένων με χρόνων la inestabilidad e incertidumbre de los tiempos que me esperan</i>, <i>Erot.Fr.Pap.Nin</i>.A 105<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[imprevisiblemente]] ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος Pi.<i>O</i>.7.45.<br /><b class="num">2</b> [[inconstante]] [[ἄνθρωπος]] ... [[ἀτέκμαρτος]], οὐδὲν οὐδέποτ' ἐν ταὐτῷ μένων (c. juego de palabras entre el hombre y el ave cuyo vuelo no permite hacer conjeturas), Ar.<i>Au</i>.170.<br /><b class="num">II</b> [[que no tiene límites]], [[ilimitado]] γαστὴρ ἀ. apetito desmesurado</i> Opp.<i>H</i>.2.206, ἐρημία Plu.<i>Luc</i>.14, ὕδωρ Ὠκεανοῦ Orph.<i>A</i>.1150, θάλασσα Nonn.<i>D</i>.13.537.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin indicios]] τῶν δὲ ἀ. ἐχόντων ὅτου [[ἕνεκα]] ἔστι X.<i>Mem</i>.1.4.4, cf. Plu.2.399a, Nonn.<i>D</i>.37.440. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without distinctive mark, obscure, baffling, χρηστήριον Hdt.5.92.γ; μοῖρα A.Pers.910 (Sup.); ἐρημία trackless, Plu.Luc. 14; ἀτέκμαρτον προνοῆσαι without mark whereby to judge it, Pi.P. 10.63; ἀ. δέος Th.4.63, cf. Pl.Lg.638a. Adv. -τως, ἔχειν ὅτου ἕνεκά ἐστι X.Mem.1.4.4: neut. pl. as Adv., bafflingly, Pi.O.7.45. 2 of persons, uncertain, inconsistent, Ar.Av.170. II boundless, unlimited, ὕδωρ Orph.A.1150: metaph., γαστήρ dub. in Opp.H.2.206.
German (Pape)
[Seite 384] 1) nicht zu bezeichnen, nicht zu errathen, χρηστήριον, dunkel, Her. 5, 92, 3; καὶ ἄδηλος Ael. bei Suid.; καὶ ἀσύμβλητα H. A. 6, 60; sich durch kein Metkmal ankündigend, ἀτέκμαρτον προνοῆσαι Pind. P. 10, 63; dgl. Ol. 7, 45; μοῖρα ἀτεκμαρτοτάτη, gar nicht vorauszusehen, Aesch. Pers. 874; nicht zu berechnen, δέος (es ist ungewiß, ob sie sich als gegründet oder als unnöthig zeigen wird), Thuc. 4, 63; ἄνθρωπος, unbeständig, Ar. Av. 170; φυγαί, nicht zu beurtheilen, Plat. Legg. I, 638 a; ἀτεκμάρτως ἔχειν, sich nicht bestimmt angeben lassen, Xen. Mem. 1, 4, 4. – 2) unbegränzt, Orph. Arg. 1150; ἄεθλοι, γαστήρ, Opp. H. 1, 35. 2, 206.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέκμαρτος: -ον, ὁ μὴ τεκμαρτός, ὃν δὲν δύναταί τις ἐξ εἰκασίας νὰ κατανοήσῃ, ἀνείκαστος, ἀνυπολόγιστος, ἀπροσδιόριστος, ἀβέβαιος, ἄδηλος, ἀσαφής, χρηστήριον Ἡρόδ. 5. 92. 3· μοῖρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 910· ἀτέκμαρτον προνοῆσαι, ἄνευ τεκμηρίου ἐξ οὗ νὰ κρίνῃ τις περὶ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 10, 98· ἀτ. δέος Θουκ. 4. 63, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 638Α: - Ἐπίρρ. ἀτεκμάρτως ἔχειν ὅτου ἕνεκά ἐστι Ἀπομν. 1. 4, 4: οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ἀσαφῶς, σκοτεινῶς, Πινδ. Ο. 7. 83. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀβέβαιος, ἀσταθής, ἀτέκμαρτος, οὐδὲν οὐδέποτ ἐν ταὐτῷ μένων Ἀριστοφ. Ὄρν. 170. ΙΙ. ἀπεριόριστος, ἀτελεύτητος, ὕδωρ Ὀρφ. Ἀργ. 1150· μεταφ. γαστὴρ Ὀππ. Ἁλ. 2. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne peut deviner ou conjecturer (oracle, sort, etc.) ; sur quoi l’on ne peut raisonner : δέος ἀτέκμαρτον THC crainte vague dont on ne peut démêler les motifs;
2 incertain, sans limite, sans bornes, infini.
Étymologie: ἀ, τεκμαίρω.
English (Slater)
ᾰτέκμαρτος
1 obscure, unpredictable τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι pr. (P. 10.63) n. pl. pro adv., ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος (Er. Schmid: ἀτέκμαρτον codd.) (O. 7.45)
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no da indicios o no se puede interpretar, incierto, oscuro μοῖρα A.Pers.910, χρηστήριον Hdt.5.92γ, τύχη D.H.6.21, τὰ δημιουργούμενα Ph.1.47, νίκη Nonn.D.37.440, τῶν ἀτεκμάρτων τε καὶ οὐ συμβλητῶν Ael.NA 6.60, ἐν τούτοις γὰρ οὐδὲν ἀτέκμαρτον Plu.2.399a, cf. 580f, οὐδέν ἐστι γνωστόν, ἀλλὰ πάντα ἀτέκμαρτα Arr.Epict.2.20.4, como pred. c. suj. inf. τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι Pi.P.10.63
•difícil de explicar φυγαὶ καὶ διώξεις ἀτέκμαρτοι Pl.Lg.638a, δέος Th.4.63
•irreconocible πρόσωπον Nonn.D.5.396
•que no deja huellas πέδιλον Nonn.D.7.313
•neutr. subst. incertidumbre τὸ γὰρ ἀ. ἐν τῇσι καθάρσεσι Hp.Ep.16, τὸ ἀστάθμητον καὶ ἀ. τῶν ἐκδ[ε] χομένων με χρόνων la inestabilidad e incertidumbre de los tiempos que me esperan, Erot.Fr.Pap.Nin.A 105
•neutr. plu. como adv. imprevisiblemente ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος Pi.O.7.45.
2 inconstante ἄνθρωπος ... ἀτέκμαρτος, οὐδὲν οὐδέποτ' ἐν ταὐτῷ μένων (c. juego de palabras entre el hombre y el ave cuyo vuelo no permite hacer conjeturas), Ar.Au.170.
II que no tiene límites, ilimitado γαστὴρ ἀ. apetito desmesurado Opp.H.2.206, ἐρημία Plu.Luc.14, ὕδωρ Ὠκεανοῦ Orph.A.1150, θάλασσα Nonn.D.13.537.
III adv. -ως sin indicios τῶν δὲ ἀ. ἐχόντων ὅτου ἕνεκα ἔστι X.Mem.1.4.4, cf. Plu.2.399a, Nonn.D.37.440.