ἀπομισθόω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(Bailly1_1)
(big3_6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />donner contre salaire : γῆν THC donner une terre à loyer.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
|btext=-ῶ :<br />donner contre salaire : γῆν THC donner une terre à loyer.<br />'''Étymologie:''' [[μισθόω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[arrendar]], [[dar en arriendo o alquiler]] γῆν Th.3.68, <i>SB</i> 7450.19 (III d.C.), cf. <i>PCornell</i> 8.2, χωρίον ... Καλλιστράτῳ Lys.7.9, τὴν τροφὴν ... τῶν ἱερῶν χηνῶν Plu.2.287b, τὴν τοῦ σίτου δεκάτην Polyaen.2.34, en v. pas. οὐσία ἀπομεμισθωμένη <i>BGU</i> 569.2.2<br /><b class="num">•</b>fig. τὰ ὦτα Pl.<i>R</i>.475d, τοὺς ὀφθαλμούς Philostr.<i>Im</i>.2.17.11<br /><b class="num">•</b>[[poner a sueldo]] αὑτὸν ἀπεμίσθωσε τοῖς τοὺς λίθους ἐργαζομένοις X.Eph.5.8.2<br /><b class="num">•</b>[[adjudicar]] c. ac. de pers. y cosa τὴν δὲ στήλη[ν] καὶ ἀναγραφὴν ἀπομισθῶσαι τοὺς τειχοποιούς <i>Didyma</i> 480.23<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. τοὺς πωλητάς <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.45.10 (V a.C.)<br /><b class="num">•</b>c. inf. ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι (el cadáver de un esclavo), Ley en D.43.58.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομισθόω Medium diacritics: ἀπομισθόω Low diacritics: απομισθόω Capitals: ΑΠΟΜΙΣΘΟΩ
Transliteration A: apomisthóō Transliteration B: apomisthoō Transliteration C: apomisthoo Beta Code: a)pomisqo/w

English (LSJ)

   A let out for hire, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Th.3.68; χωρίον τινί Lys.7.9; ὥσπερ . . ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Pl.R.475d; farm out by contract, IG1.26a10, al.; ἀναγραφήν Milet.7.69 (Didyma), etc.: c. inf., ἀ. ποιεῖν τι ὡς ἂν δύνωνται ὀλιγίστου contract for .., Lexap.D. 43.58.

German (Pape)

[Seite 315] um Sold verdingen, Plat. Rep. V, 475 d; c. inf., ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι Dem. 43, 58 im Gesetz; verpachten, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Thuc. 3, 68; Lys. 7, 9 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομισθόω: ἐκμισθώνω, δίδω ἐπὶ μισθῷ, γῆν ἐπὶ δέκα ἔτη Θουκ. 3. 68· χωρίον τινὶ Λυσ. 109. 10· ὥσπερ… ἀπομεμισθωκότες τὰ ὦτα Πλάτ. Πολ. 475D· μετ’ ἀπαρ., ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι… ὅπως ἂν δύνηται ὀλιγίστου, ὁ δήμαρχος ἂς βάλῃ τινὰς ἐργολαβικῶς νὰ σηκώσωσι καὶ νὰ θάψωσι (τοὺς νεκροὺς)… μὲ ὅσον εἰμποροῦν ὀλιγώτερα ἔξοδα» Νόμ. παρὰ Δημ. 1069. 20· οὕτως, ἀπομισθῶ τὴν στήλην, δίδω νὰ τὴν κατασκευάσωσιν ἐργολαβικῶς, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 1. σ. 9 (παράρτ.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner contre salaire : γῆν THC donner une terre à loyer.
Étymologie: μισθόω.

Spanish (DGE)

arrendar, dar en arriendo o alquiler γῆν Th.3.68, SB 7450.19 (III d.C.), cf. PCornell 8.2, χωρίον ... Καλλιστράτῳ Lys.7.9, τὴν τροφὴν ... τῶν ἱερῶν χηνῶν Plu.2.287b, τὴν τοῦ σίτου δεκάτην Polyaen.2.34, en v. pas. οὐσία ἀπομεμισθωμένη BGU 569.2.2
fig. τὰ ὦτα Pl.R.475d, τοὺς ὀφθαλμούς Philostr.Im.2.17.11
poner a sueldo αὑτὸν ἀπεμίσθωσε τοῖς τοὺς λίθους ἐργαζομένοις X.Eph.5.8.2
adjudicar c. ac. de pers. y cosa τὴν δὲ στήλη[ν] καὶ ἀναγραφὴν ἀπομισθῶσαι τοὺς τειχοποιούς Didyma 480.23
c. ac. de pers. τοὺς πωλητάς IG 13.45.10 (V a.C.)
c. inf. ὁ μὲν δήμαρχος ἀπομισθωσάτω ἀνελεῖν καὶ καταθάψαι (el cadáver de un esclavo), Ley en D.43.58.