εἰσκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_13a)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσκέλλω''': μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.
|lstext='''εἰσκέλλω''': μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[arribar]] ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.<i>Th</i>.877.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκέλλω Medium diacritics: εἰσκέλλω Low diacritics: εισκέλλω Capitals: ΕΙΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: eiskéllō Transliteration B: eiskellō Transliteration C: eiskello Beta Code: ei)ske/llw

English (LSJ)

intr.,

   A put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

German (Pape)

[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.

Spanish (DGE)

arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.