ἐλευθεριότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(Bailly1_2)
(big3_14b)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ὁ) :<br />condition <i>ou</i> sentiment d’un homme libre ; libéralité, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθέριος]].
|btext=ητος (ὁ) :<br />condition <i>ou</i> sentiment d’un homme libre ; libéralité, générosité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθέριος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br />[[comportamiento de hombre libre]], [[liberalidad]], [[generosidad]] junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.<i>R</i>.402c, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.67, Theo Al.<i>in Ptol</i>.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.<i>Aem</i>.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.<i>Pomp</i>.73, cf. Them.<i>Or</i>.23.291c, <i>Gloss.Pap</i>.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.<i>Tht</i>.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.<i>EN</i> 1119<sup>b</sup>22, cf. <i>MM</i> 1186<sup>b</sup>22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.<i>Pel</i>.3, junto a [[ἀσωτία]] ‘despilfarro’ [[ἀγχίθυρος]] ... ἐλευθεριότητι δὲ [[ἀσωτία]] Synes.<i>Regn</i>.6.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεριότης Medium diacritics: ἐλευθεριότης Low diacritics: ελευθεριότης Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: eleutheriótēs Transliteration B: eleutheriotēs Transliteration C: eleftheriotis Beta Code: e)leuqerio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐ. Pl.Tht.144d: generally, generosity, ἡ ἐ. τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73.

German (Pape)

[Seite 796] ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευθέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευθερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, κυρίως ἐλευθεριότης περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
condition ou sentiment d’un homme libre ; libéralité, générosité.
Étymologie: ἐλευθέριος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
comportamiento de hombre libre, liberalidad, generosidad junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.R.402c, cf. Chrysipp.Stoic.3.67, Theo Al.in Ptol.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.Aem.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.Strom.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.Pomp.73, cf. Them.Or.23.291c, Gloss.Pap.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.Tht.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.EN 1119b22, cf. MM 1186b22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.Pel.3, junto a ἀσωτία ‘despilfarro’ ἀγχίθυρος ... ἐλευθεριότητι δὲ ἀσωτία Synes.Regn.6.